σαρδόνιος: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(36) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sardonios | |Transliteration C=sardonios | ||
|Beta Code=sardo/nios | |Beta Code=sardo/nios | ||
|Definition= | |Definition=v. [[σαρδάνιος]]. σάρδοντα· [[διαπίπτοντα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] s. [[σαρδάνιος]] u. [[σαρδών]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] s. [[σαρδάνιος]] u. [[σαρδών]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[σαρδάνιος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαρδόνιος:''' Polyb., Plut. = [[σαρδάνιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρδόνιος''': -α, -ον, ἴδε [[σαρδάνιος]]. | |lstext='''σαρδόνιος''': -α, -ον, ἴδε [[σαρδάνιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-α, -ο / [[σαρδόνιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και [[σαρδάνιος]], -ία, -ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α<br />([[κυρίως]] φρ.) α) «σαρδόνιο [[γέλιο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]» — σαρκαστικό, μοχθηρό [[γέλιο]] που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική [[σύσπαση]] του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />«σαρδόνιο [[προσωπείο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]»<br /><b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό [[προσωπείο]] σε τέτανο, οφειλόμενο σε [[σύσπαση]] τών μιμικών [[μυών]] του προσώπου, εξαιτίας της οποίας οι γωνίες του στόματος έλκονται [[προς]] τα έξω δίνοντας στο [[πρόσωπο]] την [[έκφραση]] μοχθηρού γέλιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σαρδόνιον]] ή <i>σαρδώνιον</i> το [[φυτό]] [[σαρδάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[σαρδάνιος]] έχει σχηματιστεί από το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[δείχνω]] τα δόντια», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>σαρ</i>-<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπα</i>-<i>δών</i>, <i>τυφ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>). Σύμφωνα με [[άλλη]], παλαιότερη [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από το όν. ενός φυτού, που ευδοκιμούσε στη Σαρδηνία (<b>πρβλ.</b> πιθ. τον τ. [[σαρδάνη]]), το οποίο είχε την [[ιδιότητα]] να προκαλεί σπασμωδικό [[γέλιο]] σε όποιον το έτρωγε. Επίσης, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[σαρδανάφαλλος]]<br />[[γελωτοποιός]] και προέρχεται από το όν. ενός λαού της Μεσογείου (πιθ. γειτονικού τών Αιγυπτίων) <i>Sardana</i>. Ο τ. [[σαρδόνιος]] (και ουδ. <i>σαρδώνιον</i>) [[είναι]] μτγν. και έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[Σαρδόνιος]] / [[Σαρδώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[Σαρδώ]] «Σαρδηνία»). Την λ., [[τέλος]], δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sardonic</i>, γαλλ. <i>sardonique</i>, γερμ. <i>sardonisch</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σαρδόνιος:''' -α, -ον, βλ. Σαρδάνιος. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[σαρδόνιος]], η, ον [v. Σαρδάνιος.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 25 August 2023
English (LSJ)
v. σαρδάνιος. σάρδοντα· διαπίπτοντα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 862] s. σαρδάνιος u. σαρδών.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. σαρδάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σαρδόνιος: Polyb., Plut. = σαρδάνιος.
Greek (Liddell-Scott)
σαρδόνιος: -α, -ον, ἴδε σαρδάνιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / σαρδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, -ία, -ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α
(κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» — σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση του προσώπου
νεοελλ.
«σαρδόνιο προσωπείο» ή «σαρδόνιος γέλως»
ιατρ. χαρακτηριστικό προσωπείο σε τέτανο, οφειλόμενο σε σύσπαση τών μιμικών μυών του προσώπου, εξαιτίας της οποίας οι γωνίες του στόματος έλκονται προς τα έξω δίνοντας στο πρόσωπο την έκφραση μοχθηρού γέλιου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σαρδόνιον ή σαρδώνιον το φυτό σαρδάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σαρδάνιος έχει σχηματιστεί από το ρ. σαίρω (Ι) «δείχνω τα δόντια», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος σαρ-δών (πρβλ. σπα-δών, τυφ-ε-δών). Σύμφωνα με άλλη, παλαιότερη άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. ενός φυτού, που ευδοκιμούσε στη Σαρδηνία (πρβλ. πιθ. τον τ. σαρδάνη), το οποίο είχε την ιδιότητα να προκαλεί σπασμωδικό γέλιο σε όποιον το έτρωγε. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σαρδανάφαλλος
γελωτοποιός και προέρχεται από το όν. ενός λαού της Μεσογείου (πιθ. γειτονικού τών Αιγυπτίων) Sardana. Ο τ. σαρδόνιος (και ουδ. σαρδώνιον) είναι μτγν. και έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το Σαρδόνιος / Σαρδώνιος (< Σαρδώ «Σαρδηνία»). Την λ., τέλος, δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. sardonic, γαλλ. sardonique, γερμ. sardonisch)].
Greek Monotonic
σαρδόνιος: -α, -ον, βλ. Σαρδάνιος.
Middle Liddell
σαρδόνιος, η, ον [v. Σαρδάνιος.]