σκληρότητα: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(37)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σκληρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. στους Ερετριείς [[σκληρότηρ]] Α [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, [[συμπαγής]] [[σύσταση]], [[ακαμψία]], [[έλλειψη]] ελαστικότητας (α. «[[σκληρότητα]] του ξύλου» β. «[[σκληρότης]] τοῡ δέρματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) εξαιρετική [[τραχύτητα]], [[απονιά]], [[αναλγησία]] («είχε πέσει εις χείρας νεαρών ληστών... [[οπού]] είχαν όλην την [[σκληρότητα]] της απειρίας», Παπαδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[αυστηρότητα]], [[σκληράδα]] («η [[σκληρότητα]] του νόμου»)<br /><b>2.</b> (τεχνολ.-φυσ.) η [[ιδιότητα]] τών στερεών σωμάτων που χαρακτηρίζει την [[αντοχή]] τους σε κρουστικές και πιεστικές καταπονήσεις («η [[σκληρότητα]] τών ορυκτών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκληρότητα]] νερού»<br /><b>χημ.</b> η [[περιεκτικότητα]] του νερού σε [[άλατα]] του ασβεστίου και του μαγνησίου (α. «παροδική [[σκληρότητα]]» — [[σκληρότητα]] του νερού που εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού<br />β. «μόνιμη [[σκληρότητα]]» — [[σκληρότητα]] του νερού που δεν εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αυστηρότητα]] («δι' εὐσεβοῡς σκληρότητος», Προκ. Γαζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσκαμψία]]<br /><b>2.</b> (για [[γεύση]]) [[δριμύτητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκληρότης]] τῆς κοιλίας»<br /><b>ιατρ.</b> [[δυσκοιλιότητα]].
|mltxt=η / [[σκληρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. στους Ερετριείς [[σκληρότηρ]] Α [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, [[συμπαγής]] [[σύσταση]], [[ακαμψία]], [[έλλειψη]] ελαστικότητας (α. «[[σκληρότητα]] του ξύλου» β. «[[σκληρότης]] τοῦ δέρματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με πρόσ.) εξαιρετική [[τραχύτητα]], [[απονιά]], [[αναλγησία]] («είχε πέσει εις χείρας νεαρών ληστών... [[οπού]] είχαν όλην την [[σκληρότητα]] της απειρίας», Παπαδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[αυστηρότητα]], [[σκληράδα]] («η [[σκληρότητα]] του νόμου»)<br /><b>2.</b> (τεχνολ.-φυσ.) η [[ιδιότητα]] τών στερεών σωμάτων που χαρακτηρίζει την [[αντοχή]] τους σε κρουστικές και πιεστικές καταπονήσεις («η [[σκληρότητα]] τών ορυκτών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκληρότητα]] νερού»<br /><b>χημ.</b> η [[περιεκτικότητα]] του νερού σε [[άλατα]] του ασβεστίου και του μαγνησίου (α. «παροδική [[σκληρότητα]]» — [[σκληρότητα]] του νερού που εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού<br />β. «μόνιμη [[σκληρότητα]]» — [[σκληρότητα]] του νερού που δεν εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αυστηρότητα]] («δι' εὐσεβοῦς σκληρότητος», Προκ. Γαζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσκαμψία]]<br /><b>2.</b> (για [[γεύση]]) [[δριμύτητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκληρότης]] τῆς κοιλίας»<br /><b>ιατρ.</b> [[δυσκοιλιότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / σκληρότης, -ητος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. στους Ερετριείς σκληρότηρ Α σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, συμπαγής σύσταση, ακαμψία, έλλειψη ελαστικότητας (α. «σκληρότητα του ξύλου» β. «σκληρότης τοῦ δέρματος», Αριστοτ.)
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) εξαιρετική τραχύτητα, απονιά, αναλγησία («είχε πέσει εις χείρας νεαρών ληστών... οπού είχαν όλην την σκληρότητα της απειρίας», Παπαδ.)
νεοελλ.
1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυστηρότητα, σκληράδα («η σκληρότητα του νόμου»)
2. (τεχνολ.-φυσ.) η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων που χαρακτηρίζει την αντοχή τους σε κρουστικές και πιεστικές καταπονήσεις («η σκληρότητα τών ορυκτών»)
3. φρ. «σκληρότητα νερού»
χημ. η περιεκτικότητα του νερού σε άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου (α. «παροδική σκληρότητα» — σκληρότητα του νερού που εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού
β. «μόνιμη σκληρότητα» — σκληρότητα του νερού που δεν εξαλείφεται με τη μέθοδο του βρασμού)
μσν.-αρχ.
αυστηρότητα («δι' εὐσεβοῦς σκληρότητος», Προκ. Γαζ.)
αρχ.
1. δυσκαμψία
2. (για γεύση) δριμύτητα
3. φρ. «σκληρότης τῆς κοιλίας»
ιατρ. δυσκοιλιότητα.