συναρτώ: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(39)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[συνάπτω]], [[συνδέω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συσχετίζω]] με [[βάση]] τη [[λογική]] ή [[συνδέω]] αμοιβαία, [[αλληλεξαρτώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναρτώμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι σε [[συνάρτηση]] με [[κάτι]]<br />β) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω το ίδιο [[φρόνημα]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[συνδέομαι]] πολύ [[στενά]] με [[κάτι]], έχω [[συναρμογή]] («ἡ ἄνω [[γνάθος]]... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)<br />β) εμπλέκομαι με κάποιον ή [[κάτι]] («[[τόδε]] συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῑς» — [[υφίσταμαι]] διώξεις και εξορίες (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»].
|mltxt=συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ<br />[[συνάπτω]], [[συνδέω]] δύο ή περισσότερα πράγματα [[μεταξύ]] τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συσχετίζω]] με [[βάση]] τη [[λογική]] ή [[συνδέω]] αμοιβαία, [[αλληλεξαρτώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναρτώμαι</i><br />α) [[είμαι]], βρίσκομαι σε [[συνάρτηση]] με [[κάτι]]<br />β) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω το ίδιο [[φρόνημα]], [[συμφωνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) [[συνδέομαι]] πολύ [[στενά]] με [[κάτι]], έχω [[συναρμογή]] («ἡ ἄνω [[γνάθος]]... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)<br />β) εμπλέκομαι με κάποιον ή [[κάτι]] («[[τόδε]] συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)<br />γ) <b>γραμμ.</b> συντάσσομαι με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῖς» — [[υφίσταμαι]] διώξεις και εξορίες (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀρτῶ</i> «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Greek Monolingual

συναρτῶ, -άω, ΝΜΑ
συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ
2. παθ. συναρτώμαι
α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι
β) εξαρτώμαι από κάτι
αρχ.
1. έχω το ίδιο φρόνημα, συμφωνώ
2. παθ. α) συνδέομαι πολύ στενά με κάτι, έχω συναρμογή («ἡ ἄνω γνάθος... συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθωται», Ιπποκρ.)
β) εμπλέκομαι με κάποιον ή κάτιτόδε συνήρτηται τῷδε ἐξ ἀνάγκης», Φιλόδ.)
γ) γραμμ. συντάσσομαι με κάτι
3. φρ. α) «συναρτῶμαι τινί» ή «συναρτῶμαι πολέμῳ τινί» — εμπλέκομαι σε πόλεμο εναντίον κάποιου (Πλούτ.)
β) «συναρτῶμαι διώξεσι καὶ φυγαῖς» — υφίσταμαι διώξεις και εξορίες (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»].