σύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symfyrtos
|Transliteration C=symfyrtos
|Beta Code=su/mfurtos
|Beta Code=su/mfurtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">commingled, confounded</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1234</span>.</span>
|Definition=σύμφυρτον, [[commingled]], [[confounded]], E.''Hipp.''1234.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σύμφυρτος''': -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
|btext=ος, ον :<br />[[confondu]], [[confus]], [[brouillé]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύμφυρτος -ον [συμφύρω] [[door elkaar gemengd]], [[verward]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
|elrutext='''σύμφυρτος:''' [[смешанный]]: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, , Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
|lsmtext='''σύμφυρτος:''' -ον, [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, [[σύμμεικτος]], σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''σύμφυρτος''': -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύμφυρτος]], ον,<br />commingled, [[confounded]], Eur. [from συμφῡ/ρω]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[confounded]], [[mixed in a heap]]
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφυρτος Medium diacritics: σύμφυρτος Low diacritics: σύμφυρτος Capitals: ΣΥΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: sýmphyrtos Transliteration B: symphyrtos Transliteration C: symfyrtos Beta Code: su/mfurtos

English (LSJ)

σύμφυρτον, commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.

Russian (Dvoretsky)

σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monotonic

σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

Middle Liddell

σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]

English (Woodhouse)

confounded, mixed in a heap

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)