ὑποστατός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(44) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypostatos | |Transliteration C=ypostatos | ||
|Beta Code=u(postato/s | |Beta Code=u(postato/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποστατόν, or [[ὑπόστατος|ὑπόστᾰτος]], ον, ([[ὑφίσταμαι]])<br><span class="bld">A</span> [[set under]]: as [[substantive]], [[ὑπόστατον]], τό, [[stand]], = [[ὑποστάτης]], ''IG''22.1388.43,11(2).161 ''B'' 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.<br><span class="bld">II</span> to [[be borne]] or [[be withstood]], οὐχ ὑποστατόν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.''Fr.''177.2 (as Scal. for -της).<br><span class="bld">III</span> [[substantially existing]], Stoic.2.114, A.D. ''Synt.''201.9, S.E.''M.''10.60, Iamb.''Comm. Math.''8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> [[qui existe]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποστᾰτός''': ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ [[ὑποκάτω]] τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, [[στήριγμα]], βάσις, ὡς τὸ [[ὑποστάτης]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, | |lstext='''ὑποστᾰτός''': ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ [[ὑποκάτω]] τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, [[στήριγμα]], βάσις, ὡς τὸ [[ὑποστάτης]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· [[θεός]]… θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ὑποστᾰτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ὑφίσταμαι</i>, [[ανθεκτικός]] ή [[υποφερτός]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]<br />to be borne or endured, Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 15 November 2024
English (LSJ)
ὑποστατόν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)
A set under: as substantive, ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.
II to be borne or be withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της).
III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu'on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῖς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.
Greek Monotonic
ὑποστᾰτός: -όν, ρημ. επίθ. του ὑφίσταμαι, ανθεκτικός ή υποφερτός, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]
to be borne or endured, Eur.