χοροδιδασκαλείο: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />[[σχολή]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοροδιδάσκαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σχολ</i>-<i>είο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χοροδιδασκαλεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=το, Ν<br />[[σχολή]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοροδιδάσκαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> ([[πρβλ]]. [[σχολείο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χοροδιδασκαλεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
σχολή χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροδιδάσκαλος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολείο). Η λ., στον λόγιο τ. χοροδιδασκαλεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].