χαμαικυπάρισσος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(46) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaikyparissos | |Transliteration C=chamaikyparissos | ||
|Beta Code=xamaikupa/rissos | |Beta Code=xamaikupa/rissos | ||
|Definition=[πᾰ], ἡ, | |Definition=[πᾰ], ἡ, [[lavender cotton]], [[cotton lavender]], [[lavender-cotton]], [[Santolina chamaecyparissus]], [[Santolina incana]], Poet. de herb.106, Plin.''HN''24.136. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], γυμνόσπερμων κωνοφόρων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] κυπαρισσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κυπάρισσος]]. Ως όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chamaecyparis</i>]. | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], γυμνόσπερμων κωνοφόρων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] κυπαρισσίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κυπάρισσος]]. Ως όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chamaecyparis</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die [[Erdzypresse]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, lavender cotton, cotton lavender, lavender-cotton, Santolina chamaecyparissus, Santolina incana, Poet. de herb.106, Plin.HN24.136.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικῠπάρισσος: ἡ, ἡ χαμηλὴ κυπάρισσος, Ποιητὴς περὶ τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 106, πρβλ. Νικ. Θηρ. 910. Plin. N. H. 24. 15.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κυπάρισσος. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chamaecyparis].
German (Pape)
ἡ, die Erdzypresse, Sp.