χειρόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(46)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiromantis
|Transliteration C=cheiromantis
|Beta Code=xeiro/mantis
|Beta Code=xeiro/mantis
|Definition=εως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">diviner by palmistry, fortune-teller</b>, <span class="bibl">Poll.2.152</span>.</span>
|Definition=-εως, ὁ, [[diviner by palmistry]], [[fortune-teller]], Poll.2.152.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόμαντις''': ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, [[Πολυδ]]. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
|lstext='''χειρόμαντις''': ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, Πολυδ. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. [[χειρομάντις]], -ιδος, Ν<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο [[χειρομάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]].
|mltxt=-άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. [[χειρομάντις]], -ιδος, Ν<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο [[χειρομάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόμαντις Medium diacritics: χειρόμαντις Low diacritics: χειρόμαντις Capitals: ΧΕΙΡΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: cheirómantis Transliteration B: cheiromantis Transliteration C: cheiromantis Beta Code: xeiro/mantis

English (LSJ)

-εως, ὁ, diviner by palmistry, fortune-teller, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, aus der Hand und den Linien derselben weissagend, Poll. 2, 152.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόμαντις: ὁ, ὁ μαντευόμενος, προλέγων τὰ μέλλοντα διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν τομῶν ἢ γραμμῶν τῆς παλάμης τῆς χειρός, Πολυδ. Β΄, 152. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

-άντεως, ο, ΝΑ, θηλ. χειρομάντις, -ιδος, Ν
(λόγιος τ.) ο χειρομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάντις.