υπερακμάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἀκμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω υπερβεί την [[ακμή]] της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα [[νιάτα]] μου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερτερώ]] σε [[ακμή]], [[υπερέχω]] σε [[δύναμη]].
|mltxt=ΜΑ [[ἀκμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω υπερβεί την [[ακμή]] της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα [[νιάτα]] μου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῖς», Θεοφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερτερώ]] σε [[ακμή]], [[υπερέχω]] σε [[δύναμη]].
}}
}}

Latest revision as of 14:56, 18 June 2022

Greek Monolingual

ΜΑ ἀκμάζω
μσν.
1. έχω υπερβεί την ακμή της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῖς», Θεοφ.)
αρχ.
υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη.