υψηλόνους: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. [[ὑψηλόνοος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υψηλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑψηλόνουν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρθό</i>-[[νους]])].
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. [[ὑψηλόνοος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υψηλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑψηλόνουν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] ([[πρβλ]]. [[ὀρθόνους]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α
1. υψηλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν
κομπορρημοσύνη, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθόνους)].