φερέοικος: Difference between revisions

(44)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fereoikos
|Transliteration C=fereoikos
|Beta Code=fere/oikos
|Beta Code=fere/oikos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">carrying one's house with one</b>, of the Scythians in <span class="bibl">Hdt.4.46</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., <b class="b2">house-carrier</b>, i.e. <b class="b2">snail</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>571</span>: acc. to others, a kind <b class="b2">of wasp</b>, or <b class="b2">a tortoise</b>, Hsch., <span class="title">EM</span>790.35, cf. [[φέροικος]].</span>
|Definition=φερέοικον,<br><span class="bld">A</span> [[carrying one's house with one]], of the [[Scythians]] in [[Herodotus|Hdt.]]4.46.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[house-carrier]], i.e. [[snail]], Hes.''Op.''571: acc. to others, a kind of [[wasp]], or a [[tortoise]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''790.35, cf. [[φέροικος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. [[φέροικος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. [[φέροικος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte sa maison <i>ou</i> [[sa tente avec soi]], [[nomade]].<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[οἶκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φερέοικος:''' <b class="num">II</b> ὁ домоносец, т. е. садовая улитка Hes.<br />несущий с собой свое жилье, т. е. кочевой (''[[sc.]]'' οἱ [[Σκύθαι]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέοικος''': -ον, ὁ φέρων τὴν οἰκίαν του μεθ’ [[ἑαυτοῦ]], ἐπὶ τῶν Σκυθῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 46· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν οἰκίαν του, δηλ. ὁ [[κοχλίας]], Λατ. domiporta (Ποιητὴς παρὰ Κικέρωνι Div. 2. 64), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569· κατ’ ἄλλους [[ζῷον]] ὅμοιον γαλῇ ἢ [[εἶδος]] ζῴου μείζονος [[σφηκός]]· «[[φερέοικος]]... [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον γαλῇ ὑπὸ δρυσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ [[ζῷον]] σφηκὸς μεῖζον» Ἡσύχ., κλπ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φέροικος]].
|lstext='''φερέοικος''': -ον, ὁ φέρων τὴν οἰκίαν του μεθ’ [[ἑαυτοῦ]], ἐπὶ τῶν Σκυθῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 46· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν οἰκίαν του, δηλ. ὁ [[κοχλίας]], Λατ. domiporta (Ποιητὴς παρὰ Κικέρωνι Div. 2. 64), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569· κατ’ ἄλλους [[ζῷον]] ὅμοιον γαλῇ ἢ [[εἶδος]] ζῴου μείζονος [[σφηκός]]· «[[φερέοικος]]... [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον γαλῇ ὑπὸ δρυσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ [[ζῷον]] σφηκὸς μεῖζον» Ἡσύχ., κλπ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φέροικος]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui porte sa maison <i>ou</i> sa tente avec soi, nomade.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[οἶκος]].
|mltxt=, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[σωσίοικος]], [[ὠλεσίοικος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φερέοικος:''' -ον, αυτός που έχει μαζί του το [[σπίτι]] του, λέγεται για τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το [[σπίτι]] του, δηλ. το [[σαλιγκάρι]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-η, -ο / [[φερέοικος]], -ον, ΝΜΑ, και [[φέροικος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που κουβαλά [[μαζί]] του το [[σπίτι]] του, όπως λ.χ., το [[σαλιγκάρι]] ή η [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει μόνιμη [[κατοικία]], περιπλανώμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φερέοικος]]·α) [[είδος]] φιδιού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] σφήκας ή [[είδος]] χελώνας<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. [[φέροικος]]) [[είδος]] ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>, <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i>)].
|mdlsjtxt=φερέ-οικος, ον,<br />[[carrying]] one's [[house]] with one, of the Scythians, Hdt.:—as [[substantive]] the [[house]]-carrier, i. e. [[snail]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

English (LSJ)

φερέοικον,
A carrying one's house with one, of the Scythians in Hdt.4.46.
II Subst., house-carrier, i.e. snail, Hes.Op.571: acc. to others, a kind of wasp, or a tortoise, Hsch., EM790.35, cf. φέροικος.

German (Pape)

[Seite 1261] das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. φέροικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte sa maison ou sa tente avec soi, nomade.
Étymologie: φέρω, οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

φερέοικος: II ὁ домоносец, т. е. садовая улитка Hes.
несущий с собой свое жилье, т. е. кочевой (sc. οἱ Σκύθαι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέοικος: -ον, ὁ φέρων τὴν οἰκίαν του μεθ’ ἑαυτοῦ, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 46· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν οἰκίαν του, δηλ. ὁ κοχλίας, Λατ. domiporta (Ποιητὴς παρὰ Κικέρωνι Div. 2. 64), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569· κατ’ ἄλλους ζῷον ὅμοιον γαλῇ ἢ εἶδος ζῴου μείζονος σφηκός· «φερέοικος... ἔνιοι ζῷον ὅμοιον γαλῇ ὑπὸ δρυσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ ζῷον σφηκὸς μεῖζον» Ἡσύχ., κλπ.· πρβλ. ὡσαύτως φέροικος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φερέοικος, -ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α
1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.φερέοικος·α) είδος φιδιού
β) (κατά τον Ησύχ.) είδος σφήκας ή είδος χελώνας
2. (μόνον ο τ. φέροικος) είδος ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οἶκος (πρβλ. σωσίοικος, ὠλεσίοικος)].

Greek Monotonic

φερέοικος: -ον, αυτός που έχει μαζί του το σπίτι του, λέγεται για τους Σκύθες, σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το σπίτι του, δηλ. το σαλιγκάρι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

φερέ-οικος, ον,
carrying one's house with one, of the Scythians, Hdt.:—as substantive the house-carrier, i. e. snail, Hes.