φίλαθλος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filathlos
|Transliteration C=filathlos
|Beta Code=fi/laqlos
|Beta Code=fi/laqlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of games</b> (i e. as a competitor), <span class="bibl">Ph.1.268</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>166</span>; θεός Plu. 2.724b: metaph., <b class="b2">fond of exertion</b>, <b class="b3">διάνοια, νοῦς</b>, <span class="bibl">Ph.1.543</span>,<span class="bibl">523</span>; also γυμνάσια φ. <span class="title">IG</span>3.1344.</span>
|Definition=φίλαθλον, [[fond of games]] (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.''Tetr.''166; [[θεός]] Plu. 2.724b: metaph., [[fond of exertion]], [[διάνοια]], [[νοῦς]], Ph.1.543,523; also [[γυμνάσια]] φ. ''IG''3.1344.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. [[φιλόπονος]]. S. auch [[φιλάεθλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. [[φιλόπονος]]. S. auch [[φιλάεθλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui aime les luttes]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἆθλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φίλαθλος:''' [[любящий состязания]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φίλαθλος''': -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.
|lstext='''φίλαθλος''': -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime les luttes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἆθλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[φίλαθλος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[φιλάεθλος]] Α<br />αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλαθλος]]·[[οπαδός]] αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν [[μετά]] τον αγώνα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] / [[ἄεθλος]]].
|mltxt=-η, -ο/ [[φίλαθλος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[φιλάεθλος]] Α<br />αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φίλαθλος]]·[[οπαδός]] αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν [[μετά]] τον αγώνα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] / [[ἄεθλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαθλος Medium diacritics: φίλαθλος Low diacritics: φίλαθλος Capitals: ΦΙΛΑΘΛΟΣ
Transliteration A: phílathlos Transliteration B: philathlos Transliteration C: filathlos Beta Code: fi/laqlos

English (LSJ)

φίλαθλον, fond of games (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.Tetr.166; θεός Plu. 2.724b: metaph., fond of exertion, διάνοια, νοῦς, Ph.1.543,523; also γυμνάσια φ. IG3.1344.

German (Pape)

[Seite 1274] den Kampf liebend, Plut. u. a. Sp.; VLL. erkl. φιλόπονος. S. auch φιλάεθλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἆθλος.

Russian (Dvoretsky)

φίλαθλος: любящий состязания Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φίλαθλος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς ἄθλους, Πλούτ. 2. 724Β, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 113, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο/ φίλαθλος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλάεθλος Α
αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φίλαθλος·οπαδός αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα»)
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια
2. φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἆθλος / ἄεθλος].