χιονάτος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χιονάτος]], -η, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονώδης]] (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ.<br />β. «ἐβλάστησεν ἡ [[κόρη]] [[πανεύμορφος]] καὶ [[εὐθαλής]], [[ὡραία]], χιονάτη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Χιονάτη</i><br />πασίγνωστη [[ηρωίδα]] παιδικών βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών («η Χιονάτη και οι [[επτά]] νάνοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιόνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σταρ]]-<i>άτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[χιονάτος]], -η, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονώδης]] (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ.<br />β. «ἐβλάστησεν ἡ [[κόρη]] [[πανεύμορφος]] καὶ [[εὐθαλής]], [[ὡραία]], χιονάτη», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Χιονάτη</i><br />πασίγνωστη [[ηρωίδα]] παιδικών βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών («η Χιονάτη και οι [[επτά]] νάνοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιόνι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> ([[πρβλ]]. [[σταράτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 16 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / χιονάτος, -η, -ον, ΝΜ
1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ.
β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη
πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών βιβλίων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών («η Χιονάτη και οι επτά νάνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταράτος)].