ίαμα: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴαμα]], Α ιων. τ. [[ἴημα]])<br />[[μέσο]] θεραπείας, [[φάρμακο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταπράυνση]], [[κατευνασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (πρβλ. <i>θρύλη</i>-<i>μα</i>, [[ποίη]]-<i>μα</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴαμα]], Α ιων. τ. [[ἴημα]])<br />[[μέσο]] θεραπείας, [[φάρμακο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταπράυνση]], [[κατευνασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (πρβλ. <i>θρύλη</i>-<i>μα</i>, [[ποίη]]-<i>μα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].