έρευνα: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] (πρβλ. [[δίαιτα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιτώμαι</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἔρευνα]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ερευνώ]], [[ανίχνευση]], [[ζήτηση]], [[αναζήτηση]], [[ψάξιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιμελής]] [[εξέταση]], [[προσπάθεια]] για [[ανεύρεση]] ή [[διευκρίνηση]] αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτομερής]] [[μελέτη]], προσεκτική [[σπουδή]] που αποβλέπει στη [[διευκρίνηση]] θεωριών, την [[επίλυση]] προβλημάτων, την [[ερμηνεία]] φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική [[έρευνα]]» γ. «[[έρευνα]] της οικονομικής καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> η [[εξερεύνηση]] του εδάφους με [[ανίχνευση]] [[προς]] [[αναζήτηση]] του εχθρού σε ορισμένη [[περιοχή]], [[κατόπτευση]] τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>γεωλ.</b> το [[σύνολο]] τών γεωλογικών [[μελετών]] και [[εργασιών]] που αποβλέπουν στην [[ανεύρεση]] και [[αξιοποίηση]] κοιτασμάτων πετρελαίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σωματική [[έρευνα]]» <br />β) «[[έρευνα]] κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την [[αστυνομία]] σε ύποπτα άτομα για [[ανακάλυψη]] όπλων ή κλοπιμαίων<br /><b>μσν.</b><br />[[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[επιστασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξερευνητική, εξεταστική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερευνώ]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] (πρβλ. [[δίαιτα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαιτώμαι</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].