λεωφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(5)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leoforos
|Transliteration C=leoforos
|Beta Code=lewfo/ros
|Beta Code=lewfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λαοφόρος]]. λῇ, λῇς, etc., v. [[λῶ]]. ληβόλε· <b class="b3">λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι</b>, Hsch. ληβολία· <b class="b3">δημοσία κοπρία</b>, Id.</span>
|Definition=λεωφόρον, v. [[λαοφόρος]]. λῇ, λῇς, etc., v. [[λῶ]]. ληβόλε· <b class="b3">λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ληβολία· <b class="b3">δημοσία κοπρία</b>, Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] Volk tragend, ἡ λ., sc. [[ὁδός]], Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ [[μάλιστα]] λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] Volk tragend, ἡ λ., ''[[sc.]]'' [[ὁδός]], Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ [[μάλιστα]] λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte le peuple, <i>càd</i> par où passe le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεωφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[ὁδός]]) большая дорога [[Pythagoras]] ap. Arst., Plat.<br />Her. = [[λαοφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεωφόρος''': -ον, ἴδε ἐν λ. [[λαοφόρος]] καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 94.
|lstext='''λεωφόρος''': -ον, ἴδε ἐν λ. [[λαοφόρος]] καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 94.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte le peuple, <i>càd</i> par où passe le peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[πλατύς]] και [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], ο [[οποίος]] [[είτε]] βρίσκεται σε [[κέντρο]] πόλης ή σε καίριο [[σημείο]] της [[είτε]] συνδέει το [[κέντρο]] πόλης με τα [[περίχωρα]] ή τα [[περίχωρα]] [[μεταξύ]] τους (α. «[[λεωφόρος]] Συγγρού» β. «[[λεωφόρος]] Ποσειδώνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>boulevard</i> <span style="color: red;"><</span> ολλ. <i>bolwerc</i> «[[προμαχώνας]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[λεωφόρος]] και [[λαοφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για δρόμο η [[πύλη]]) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο [[λαός]] («[[ὑπὲρ]] τῶν [[μάλιστα]] λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεωφόρος]]<br />η [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[πλατύς]] και [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], ο [[οποίος]] [[είτε]] βρίσκεται σε [[κέντρο]] πόλης ή σε καίριο [[σημείο]] της [[είτε]] συνδέει το [[κέντρο]] πόλης με τα [[περίχωρα]] ή τα [[περίχωρα]] [[μεταξύ]] τους (α. «[[λεωφόρος]] Συγγρού» β. «[[λεωφόρος]] Ποσειδώνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>boulevard</i> <span style="color: red;"><</span> ολλ. <i>bolwerc</i> «[[προμαχώνας]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεωφόρος]] και [[λαοφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για δρόμο η [[πύλη]]) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο [[λαός]] («[[ὑπὲρ]] τῶν [[μάλιστα]] λεωφόρων πυλέων τοῦ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λεωφόρος]]<br />η [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεωφόρος:''' -ον, Αττ. αντί [[λαοφόρος]].
|lsmtext='''λεωφόρος:''' -ον, Αττ. αντί [[λαοφόρος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεω-[[φόρος]], ον Attic for [[λαοφόρος]].]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[λαοφόρος]] (=[[δρόμος]] μέ [[μεγάλη]] [[κυκλοφορία]]). Ἀπό τό [[λεώς]] (=[[λαός]]) + [[φέρω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[λαός]] καί στό [[ρῆμα]] [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωφόρος Medium diacritics: λεωφόρος Low diacritics: λεωφόρος Capitals: ΛΕΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: leōphóros Transliteration B: leōphoros Transliteration C: leoforos Beta Code: lewfo/ros

English (LSJ)

λεωφόρον, v. λαοφόρος. λῇ, λῇς, etc., v. λῶ. ληβόλε· λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι, Hsch. ληβολία· δημοσία κοπρία, Id.

German (Pape)

[Seite 37] Volk tragend, ἡ λ., sc. ὁδός, Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ μάλιστα λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le peuple, càd par où passe le peuple.
Étymologie: λεώς, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

λεωφόρος: II ὁ (sc. ὁδός) большая дорога Pythagoras ap. Arst., Plat.
Her. = λαοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

λεωφόρος: -ον, ἴδε ἐν λ. λαοφόρος καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 94.

Greek Monolingual

(I)
η
πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boulevard < ολλ. bolwerc «προμαχώνας»].
(II)
λεωφόρος και λαοφόρος, -ον (AM)
1. (για δρόμο η πύλη) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο λαόςὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῦ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ.λεωφόρος
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεω- (βλ. λαο-) + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

λεωφόρος: -ον, Αττ. αντί λαοφόρος.

Middle Liddell

λεω-φόρος, ον Attic for λαοφόρος.]

Mantoulidis Etymological

καί λαοφόρος (=δρόμος μέ μεγάλη κυκλοφορία). Ἀπό τό λεώς (=λαός) + φέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη λαός καί στό ρῆμα φέρω.