κυαμοτρώξ: Difference between revisions

(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyamotroks
|Transliteration C=kyamotroks
|Beta Code=kuamotrw/c
|Beta Code=kuamotrw/c
|Definition=ῶγος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bean-eater</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>41</span> (with allusion to κυαμος <span class="bibl">11</span>).</span>
|Definition=ῶγος, ὁ, [[bean-eater]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''41 (with allusion to κυαμος ''ΙΙ'').
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1521.png Seite 1521]] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1521.png Seite 1521]] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κυᾰμοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις˙ ἴδε [[κύαμος]] ΙΙ.
|btext=ῶγος (ὁ) :<br />[[mangeur de fèves]].<br />'''Étymologie:''' [[κύαμος]], [[τραγεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ &#91;[[κύαμος]], [[τρώγω]]] [[bonenvreter]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῶγος (ὁ) :<br />mangeur de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κύαμος]], [[τραγεῖν]].
|elrutext='''κυᾰμοτρώξ:''' ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηλακο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[θηλακοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰμοτρώξ:''' -ῶγος, ὁ ([[τρώγω]]), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κυᾰμοτρώξ:''' -ῶγος, ὁ ([[τρώγω]]), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''κυᾰμοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε [[κύαμος]] ΙΙ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰμο-[[τρώξ]], ῶγος, ὁ, [[τρώγω]]<br />[[bean]]-eater, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.

Greek Monolingual

κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακοτρώξ, φυλλοτρώξ.

Greek Monotonic

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.

Middle Liddell

κυᾰμο-τρώξ, ῶγος, ὁ, τρώγω
bean-eater, Ar.