φανεῖμεν: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φανεῖμεν:''' ποιητ. αντί <i>-είημεν</i>. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[φαίνω]].
|lsmtext='''φανεῖμεν:''' ποιητ. αντί <i>-είημεν</i>. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[φαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φανεῖμεν:''' (= φανείημεν) 1 л. pl. aor. opt. pass. к [[φαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:44, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

φανεῖμεν: ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.

Greek Monotonic

φανεῖμεν: ποιητ. αντί -είημεν. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

φανεῖμεν: (= φανείημεν) 1 л. pl. aor. opt. pass. к φαίνω.