εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efstrofaligks
|Transliteration C=efstrofaligks
|Beta Code=eu)strofa/ligc
|Beta Code=eu)strofa/ligc
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">curly</b>, of hair, <span class="title">AP</span>6.219.18 (Antip.).</span>
|Definition=[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ, [[curly]], of hair, ''AP''6.219.18 (Antip.).
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />[[bien enroulé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
{{pape
|ptext=ιγγος, <i>[[schön]] [[gekräuselt]]</i>, [[κόμη]] Antip.Sid. 26 (VI.219).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστροφάλιγξ:''' ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся ([[κόμη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />bien enroulé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[curly]], of [[hair]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ, curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.

German (Pape)

ιγγος, schön gekräuselt, κόμη Antip.Sid. 26 (VI.219).

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

Greek Monolingual

εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].

Greek Monotonic

εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

curly, of hair, Anth.