κνίσμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(5)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knisma
|Transliteration C=knisma
|Beta Code=kni/sma
|Beta Code=kni/sma
|Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scratches</b>, <b class="b3">μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει</b>; <span class="title">AP</span> 12.67; <b class="b3">μή σε [κν] ισμάτων [γεύσω</b>] dub. in <span class="bibl">Herod.9.4</span>: metaph., <b class="b2">irritation</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.16</span> O.; of lovers' <b class="b2">quarrels</b>, AP7.219 (Pomp. Jun.).</span>
|Definition=-ατος, τό, in plural, [[scratch]]es, <b class="b3">μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει</b>; ''AP'' 12.67; <b class="b3">μή σε κνισμάτων [γεύσω]</b> dub. in Herod.9.4: metaph., [[irritation]], Phld.''Lib.''p.16 O.; of lovers' [[quarrel]]s, AP7.219 (Pomp. Jun.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben [[φίλημα]] Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben [[φίλημα]] Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κνίσμα''': τό, ([[κνίζω]]) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67˙ [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα [[αὐτόθι]] 7. 129, κτλ.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[rognure]], [[raclure]];<br /><b>2</b> [[égratignure]] ; <i>fig.</i> [[pique]], [[brouille passagère]], [[querelle futile]].<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κνίσμα -τος, τό [κνίζω] [[afschraapsel]], [[stukje]]:; κνίσμα πυρός sprankje vuur AP 12.82.4; schram:. κνίσματ’ ὄνυξιν schrammen door de nagels AP 12.67.4. [[plagerij]], [[kwelling]]:. ταύτης... δύνει κνίσμα καὶ ἐς κραδίην haar plagerij dringt zelfs tot diep in mijn hart door AP 5.157.2.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rognure, raclure;<br /><b>2</b> égratignure ; <i>fig.</i> pique, brouille passagère, querelle futile.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]].
|elrutext='''κνίσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[обрезок]], [[клочок]] (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[царапина]]: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, ''[[sc.]]'' τοῦ αἰετοῦ Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[мелкая ссора]]: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.
|lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''κνίσμα''': τό, ([[κνίζω]]) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα [[αὐτόθι]] 7. 129, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνίσμα]], ατος, τό, [[κνίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in plural [[scrapings]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> scratches, Anth.: quarrels, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:14, 21 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίσμα Medium diacritics: κνίσμα Low diacritics: κνίσμα Capitals: ΚΝΙΣΜΑ
Transliteration A: knísma Transliteration B: knisma Transliteration C: knisma Beta Code: kni/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, scratches, μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει; AP 12.67; μή σε κνισμάτων [γεύσω] dub. in Herod.9.4: metaph., irritation, Phld.Lib.p.16 O.; of lovers' quarrels, AP7.219 (Pomp. Jun.).

German (Pape)

[Seite 1461] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben φίλημα Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rognure, raclure;
2 égratignure ; fig. pique, brouille passagère, querelle futile.
Étymologie: κνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνίσμα -τος, τό [κνίζω] afschraapsel, stukje:; κνίσμα πυρός sprankje vuur AP 12.82.4; schram:. κνίσματ’ ὄνυξιν schrammen door de nagels AP 12.67.4. plagerij, kwelling:. ταύτης... δύνει κνίσμα καὶ ἐς κραδίην haar plagerij dringt zelfs tot diep in mijn hart door AP 5.157.2.

Russian (Dvoretsky)

κνίσμα: ατος τό
1 обрезок, клочок (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);
2 царапина: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);
3 мелкая ссора: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.

Greek Monolingual

κνίσμα, τὸ (Α) κνίζω
1. στον πληθ. τὰ κνίσματα
α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.)
β) μτφ. έριδες, τσακωμοί
2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός
3. θραύσμα, τρίμμα.

Greek Monotonic

κνίσμα: -ατος, τό (κνίζω),
I. στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.
II. ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κνίσμα: τό, (κνίζω) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· ἐντεῦθεν μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα αὐτόθι 7. 129, κτλ.

Middle Liddell

κνίσμα, ατος, τό, κνίζω
I. in plural scrapings, Plat.
II. scratches, Anth.: quarrels, Anth.