λυσιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(5)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysimelis
|Transliteration C=lysimelis
|Beta Code=lusimelh/s
|Beta Code=lusimelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">limb-relaxing</b>, epith. of sleep, <span class="bibl">Od.20.57</span>, <span class="bibl">23.343</span>, <span class="bibl">Mosch.2.4</span>, etc.; of love, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>911</span>, <span class="bibl">Archil.85</span>, Sapph.40, etc.; of thirst, <span class="bibl">Thgn.838</span>; of death, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>47</span> (lyr.); of wine, sickness, etc., <span class="title">AP</span>11.414 (Hedyl.); of the Furies. <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>70.9</span>.</span>
|Definition=λυσιμελές, [[limb-relaxing]], [[epithet]] of [[sleep]], Od.20.57, 23.343, Mosch.2.4, etc.; of love, Hes.''Th.''911, Archil.85, Sapph.40, etc.; of [[thirst]], Thgn.838; of [[death]], [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''47 (lyr.); of [[wine]], [[sickness]], etc., ''AP''11.414 (Hedyl.); of the Furies. Orph.''H.''70.9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ές, <i>die [[Glieder]] [[lösend]], [[erschlaffend]]</i>; Hom. <i>Od</i>. 20.57, 23.343; die [[Liebe]], Hes. <i>Th</i>. 120, wie [[πόθος]], Archil. 77; [[ἔρως]], [[Sappho]] 10; der Tod, Eur. <i>Suppl</i>. 448; sp.D.; vgl. das [[Wortspiel]] des Hedyl. 10 (XI.414), der [[Bacchus]], [[Aphrodite]] und das [[Podagra]] so nennt.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐμελής:''' [[расслабляющий члены]], т. е. [[обессиливающий]] ([[ὕπνος]] Hom.; [[θάνατος]] Eur.; [[ἔρως]] [[Sappho]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡσιμελής''': -ές, ὁ τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος λύων, ἐπίθ. τοῦ ὕπνου, Ὀδ. Υ. 57., Ψ. 343, Μόσχ. 2. 4, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἡσ. Θ 911, Ἀρχίλ. 78, Σαπφὼ 43, κτλ.· ἐπὶ δίψης, Θέογν. 838· ἐπὶ θανάτου, Εὐρ. Ἱκέτ. 46· ἐπὶ οἴνου, ἀσθενείας, κτλ. Ἀνθ. Π. 11. 414· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 9.
|lstext='''λῡσιμελής''': -ές, ὁ τὰ [[μέλη]] τοῦ σώματος λύων, ἐπίθ. τοῦ ὕπνου, Ὀδ. Υ. 57., Ψ. 343, Μόσχ. 2. 4, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἡσ. Θ 911, Ἀρχίλ. 78, Σαπφὼ 43, κτλ.· ἐπὶ δίψης, Θέογν. 838· ἐπὶ θανάτου, Εὐρ. Ἱκέτ. 46· ἐπὶ οἴνου, ἀσθενείας, κτλ. Ἀνθ. Π. 11. 414· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιμελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], [[ατονία]] τών μελών του σώματος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λυσιμελής</i>, <i>ἡ Λυσιμελής</i><br />[[επίκληση]] του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
|mltxt=[[λυσιμελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], [[ατονία]] τών μελών του σώματος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λυσιμελής</i>, <i>ἡ Λυσιμελής</i><br />[[επίκληση]] του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[αρτιμελής]], [[θελξιμελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιμελής:''' [ῐ], -ές ([[μέλος]]), αυτός που ξεκουράζει τα [[μέλη]] του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''λῡσιμελής:''' [ῐ], -ές ([[μέλος]]), αυτός που ξεκουράζει τα [[μέλη]] του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡσι-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[limb]]-relaxing, of [[sleep]], etc., Od., Hes., etc.
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμελής Medium diacritics: λυσιμελής Low diacritics: λυσιμελής Capitals: ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: lysimelḗs Transliteration B: lysimelēs Transliteration C: lysimelis Beta Code: lusimelh/s

English (LSJ)

λυσιμελές, limb-relaxing, epithet of sleep, Od.20.57, 23.343, Mosch.2.4, etc.; of love, Hes.Th.911, Archil.85, Sapph.40, etc.; of thirst, Thgn.838; of death, E.Supp.47 (lyr.); of wine, sickness, etc., AP11.414 (Hedyl.); of the Furies. Orph.H.70.9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui relâche ou affaiblit les membres.
Étymologie: λύω, μέλος.

German (Pape)

[ῡ], ές, die Glieder lösend, erschlaffend; Hom. Od. 20.57, 23.343; die Liebe, Hes. Th. 120, wie πόθος, Archil. 77; ἔρως, Sappho 10; der Tod, Eur. Suppl. 448; sp.D.; vgl. das Wortspiel des Hedyl. 10 (XI.414), der Bacchus, Aphrodite und das Podagra so nennt.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐμελής: расслабляющий члены, т. е. обессиливающий (ὕπνος Hom.; θάνατος Eur.; ἔρως Sappho).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιμελής: -ές, ὁ τὰ μέλη τοῦ σώματος λύων, ἐπίθ. τοῦ ὕπνου, Ὀδ. Υ. 57., Ψ. 343, Μόσχ. 2. 4, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἡσ. Θ 911, Ἀρχίλ. 78, Σαπφὼ 43, κτλ.· ἐπὶ δίψης, Θέογν. 838· ἐπὶ θανάτου, Εὐρ. Ἱκέτ. 46· ἐπὶ οἴνου, ἀσθενείας, κτλ. Ἀνθ. Π. 11. 414· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 9.

Greek Monolingual

λυσιμελής, -ές (Α)
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών του σώματος
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής
επίκληση του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτιμελής, θελξιμελής].

Greek Monotonic

λῡσιμελής: [ῐ], -ές (μέλος), αυτός που ξεκουράζει τα μέλη του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

λῡσι-μελής, ές μέλος
limb-relaxing, of sleep, etc., Od., Hes., etc.