περιχώομαι: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perichoomai
|Transliteration C=perichoomai
|Beta Code=perixw/omai
|Beta Code=perixw/omai
|Definition=Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be exceeding angry</b>, <b class="b3">ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο</b> (al. <b class="b3">παλλακίδος πέρι χ</b>., v. Sch.) <span class="bibl">Il.9.449</span>; Ἡρακλῆος περιχώσατο <span class="bibl">14.266</span>.</span>
|Definition=Med., to [[be exceeding angry]], <b class="b3">ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο</b> (al. <b class="b3">παλλακίδος πέρι χ.</b>, v. Sch.) Il.9.449; Ἡρακλῆος περιχώσατο 14.266.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> περιχώσατο;<br />être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χώομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιχώομαι [περιχέω] ep. aor. 3 sing. περιχώσατο, heel boos zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''περιχώομαι:''' (эп. aor. περιχωσάμην) сильно гневаться, сердиться: π. τινί τινος Hom. гневаться на кого-л. из-за кого(чего)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266.
|lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> περιχώσατο;<br />être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χώομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιχώομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>περιχώσαντο</i>, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιχώομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>περιχώσαντο</i>, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο<br />Mid.:— to be [[exceeding]] [[angry]] [[about]], c. gen., Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχώομαι Medium diacritics: περιχώομαι Low diacritics: περιχώομαι Capitals: ΠΕΡΙΧΩΟΜΑΙ
Transliteration A: perichṓomai Transliteration B: perichōomai Transliteration C: perichoomai Beta Code: perixw/omai

English (LSJ)

Med., to be exceeding angry, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (al. παλλακίδος πέρι χ., v. Sch.) Il.9.449; Ἡρακλῆος περιχώσατο 14.266.

German (Pape)

[Seite 601] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. poét. περιχώσατο;
être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d'une autre.
Étymologie: περί, χώομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχώομαι [περιχέω] ep. aor. 3 sing. περιχώσατο, heel boos zijn.

Russian (Dvoretsky)

περιχώομαι: (эп. aor. περιχωσάμην) сильно гневаться, сердиться: π. τινί τινος Hom. гневаться на кого-л. из-за кого(чего)-л.

Greek (Liddell-Scott)

περιχώομαι: ὀργίζομαι μεγάλως, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· Ἡρακλῆς περιχώσατο Ξ. 266.

English (Autenrieth)

aor. περιχώσατο: be very wroth; τινί τινος (causal gen.), Il. 9.449, Il. 14.266.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χώομαι «οργίζομαι, αγανακτώ, θυμώνω»].

Greek Monotonic

περιχώομαι: γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ περιχώσαντο, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο
Mid.:— to be exceeding angry about, c. gen., Il.