τρίσμακαρ: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trismakar | |Transliteration C=trismakar | ||
|Beta Code=tri/smakar | |Beta Code=tri/smakar | ||
|Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, | |Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for [[μάκαρ]], [[thrice-blessed]], Od.6.154, 155, Ar.''Pax''1332, ''AP''5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form <b class="b3">τρὶς μάκαρ</b> is supported by the phrase <b class="b3">τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις</b> in Od.5.306 ([[τρισμάκαρες]] codd.), cf. Hes.''Fr.''81.7 and [[τρισμακάριστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] | |mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίσμᾰκαρ:''' -ᾰρος, ὁ, ἡ, [[τρεις]] φορές [[ευτυχισμένος]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''τρίσμᾰκαρ:''' -ᾰρος, ὁ, ἡ, [[τρεις]] φορές [[ευτυχισμένος]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίσμᾰκᾰρ:''' ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,<br />[[thrice]]-blessed, Od., Ar., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for μάκαρ, thrice-blessed, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.
German (Pape)
[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.
French (Bailly abrégé)
αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.
Greek Monolingual
-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].
Greek Monotonic
τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.
Russian (Dvoretsky)
τρίσμᾰκᾰρ: ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth.
Middle Liddell
τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,
thrice-blessed, Od., Ar., etc.