ἴλιγξ: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἴλιγξ | |||
|Medium diacritics=ἴλιγξ | |||
|Low diacritics=ίλιγξ | |||
|Capitals=ΙΛΙΓΞ | |||
|Transliteration A=ílinx | |||
|Transliteration B=ilinx | |||
|Transliteration C=ilinks | |||
|Beta Code=i)/ligc | |||
|Definition=-ιγγος, ἡ, [[whirling]], [[whirlpool]], DS. 17.97, Alex.Aphr. ''Pr.'' 2.71. [[varia lectio|v.l.]] for [[ἴλιγγος]], 1, Gal. ''UP'' 7.13. (Written [[ἴλιξ]] in Hsch.; — also [[ἰλίγγη]], ἡ, Id.) | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴλιγξ]], -ιγγος ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνη]], [[συστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ἴλιγξ]] / [[ἴλιγγος]] έχουν παράλλ. τ. <i>εἴλιγξ</i> / [[εἴλιγγος]] που προέρχεται από το <i>εἰλῶ</i> «[[στρέφω]]», ενώ το αρκτικό <i>ι</i>- του [[ἴλιγξ]] οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ἴλλω]] «[[στρέφω]]» [[είτε]] σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>- / -<i>ίγγ</i>(<i>ο</i>)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. ( | |mltxt=[[ἴλιγξ]], -ιγγος ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνη]], [[συστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ἴλιγξ]] / [[ἴλιγγος]] έχουν παράλλ. τ. <i>εἴλιγξ</i> / [[εἴλιγγος]] που προέρχεται από το <i>εἰλῶ</i> «[[στρέφω]]», ενώ το αρκτικό <i>ι</i>- του [[ἴλιγξ]] οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ἴλλω]] «[[στρέφω]]» [[είτε]] σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>- / -<i>ίγγ</i>(<i>ο</i>)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. ([[πρβλ]]. [[σάλπιγξ]], [[φόρμιγξ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἴλιγξ:''' ιγγος (ῑλ) ἡ водоворот (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.). | |elrutext='''ἴλιγξ:''' ιγγος (ῑλ) ἡ [[водоворот]] (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 11 May 2023
English (LSJ)
-ιγγος, ἡ, whirling, whirlpool, DS. 17.97, Alex.Aphr. Pr. 2.71. v.l. for ἴλιγγος, 1, Gal. UP 7.13. (Written ἴλιξ in Hsch.; — also ἰλίγγη, ἡ, Id.)
German (Pape)
[Seite 1251] ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97.
Greek Monolingual
ἴλιγξ, -ιγγος ἡ (Α)
1. δίνη, συστροφή
2. ίλιγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι- του ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση του ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό επίθημα -ιγξ- / -ίγγ(ο)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. (πρβλ. σάλπιγξ, φόρμιγξ].
Russian (Dvoretsky)
ἴλιγξ: ιγγος (ῑλ) ἡ водоворот (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.).