νουνεχόντως: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nounechontos
|Transliteration C=nounechontos
|Beta Code=nounexo/ntws
|Beta Code=nounexo/ntws
|Definition=Adv. of <b class="b3">νουνεχής</b>, as if from Adj. <b class="b3">νουνέχων</b> (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sensibly</b>, <span class="bibl">Isoc.5.7</span>(divisim), <span class="bibl">Men.1043</span> (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>686e</span>).</span>
|Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), [[sensibly]], Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, ''Lg.''686e).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[sagement]], [[prudemment]].<br />'''Étymologie:''' [[νοῦν]], acc. de [[νοῦς]] ; ἔχων, part. de [[ἔχω]].
}}
{{pape
|ptext=(wie von νουνέχω [[gebildet]], Plat. sagt [[νοῦν]] [[ἐχόντως]]; vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 599, 604), <i>verständiger [[Weise]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀφρόνως]], Isocr. 5.7.
}}
{{elru
|elrutext='''νουνεχόντως:''' Isocr., Men. = [[νουνεχῶς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νουνεχόντως''': Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, [[ἐχόντως]] νοῦν, 686 Ε.
|lstext='''νουνεχόντως''': Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, [[ἐχόντως]] νοῦν, 686 Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sagement, prudemment.<br />'''Étymologie:''' [[νοῦν]], acc. de [[νοῦς]] ; ἔχων, part. de [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[εχόντως]], <i>υπερ</i>-[[εχόντως]])].
|mltxt=[[νουνεχόντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> συνετά, με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νουνεχής]]. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. <i>νουνεχών</i> ενός αμάρτυρου <i>νουνεχῶ</i> αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε -<i>όντως</i> ([[πρβλ]]. [[προεχόντως]], [[υπερεχόντως]])].
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseAdverbsReversed
|elrutext='''νουνεχόντως:''' Isocr., Men. = [[νουνεχῶς]].
|woodadr=[[sensibly]]
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνεχόντως Medium diacritics: νουνεχόντως Low diacritics: νουνεχόντως Capitals: ΝΟΥΝΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: nounechóntōs Transliteration B: nounechontōs Transliteration C: nounechontos Beta Code: nounexo/ntws

English (LSJ)

Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.

German (Pape)

(wie von νουνέχω gebildet, Plat. sagt νοῦν ἐχόντως; vgl. Lobeck zu Phryn. 599, 604), verständiger Weise, Gegensatz von ἀφρόνως, Isocr. 5.7.

Russian (Dvoretsky)

νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.

Greek (Liddell-Scott)

νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.

Greek Monolingual

νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προεχόντως, υπερεχόντως)].

English (Woodhouse)

sensibly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search