στερητικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steritikos
|Transliteration C=steritikos
|Beta Code=sterhtiko/s
|Beta Code=sterhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having a negative quality</b>, <b class="b3">τὰ σ</b>. Plu.2.947c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ἀποφατικός]], <b class="b2">expressing privation</b>, i.e. <b class="b2">negative</b>, of propositions, opp. <b class="b3">κατηγορικός, καταφατικός</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>25a6</span>, al., cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.52</span>; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">negatively</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>26b22</span>; <b class="b2">privatively</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1056a29</span>.</span>
|Definition=στερητική, στερητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[having a negative quality]], <b class="b3">τὰ σ.</b> Plu.2.947c.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀποφατικός]], [[expressing privation]], i.e. [[negative]], of propositions, opp. [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Arist.''APr.''25a6, al., cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. [[στερητικῶς]] = [[negatively]], Arist.''APr.''26b22; [[privatively]], Id.''Metaph.''1056a29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0937.png Seite 937]] beraubend, – verneinend, im Ggstz von [[κατηγορικός]], Arist. an. pr. 1, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0937.png Seite 937]] beraubend, – verneinend, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[κατηγορικός]], Arist. an. pr. 1, 18.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[privatif]];<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (''[[sc.]]'' [[πρότασις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στερητικός''': -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, [[ἀρνητικός]], ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, [[αὐτόθι]] 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.
|lstext='''στερητικός''': -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, [[ἀρνητικός]], ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, [[αὐτόθι]] 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> privatif;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στερητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει [[στέρηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στερητικό [[μόριο]]»<br /><b>(γρομμ.)</b> [[μόριο]] που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει [[άρνηση]], [[στέρηση]] ή [[έλλειψη]] [[αυτού]] που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>νη</i>-<i>νεμία</i><br />β) «στερητική [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που οφείλεται στην [[απουσία]] ή στην [[ανεπάρκεια]] στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την [[ισορροπία]] του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη [[τροφή]]<br />γ) «στερητικό [[φαινόμενο]]» ή «στερητικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται [[μετά]] από [[στέρηση]] οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερητικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα [[οἷον]] στερητικῶς λεγόμενα», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[στερητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκφράζει [[στέρηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στερητικό [[μόριο]]»<br /><b>(γρομμ.)</b> [[μόριο]] που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει [[άρνηση]], [[στέρηση]] ή [[έλλειψη]] [[αυτού]] που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>νη</i>-<i>νεμία</i><br />β) «στερητική [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νόσος]] που οφείλεται στην [[απουσία]] ή στην [[ανεπάρκεια]] στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την [[ισορροπία]] του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη [[τροφή]]<br />γ) «στερητικό [[φαινόμενο]]» ή «στερητικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται [[μετά]] από [[στέρηση]] οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στερητικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[στέρηση]]<br /><b>2.</b> αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα [[οἷον]] στερητικῶς λεγόμενα», <b>Γαλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (sc. [[πρότασις]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερητικός Medium diacritics: στερητικός Low diacritics: στερητικός Capitals: ΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sterētikós Transliteration B: sterētikos Transliteration C: steritikos Beta Code: sterhtiko/s

English (LSJ)

στερητική, στερητικόν,
A having a negative quality, τὰ σ. Plu.2.947c.
II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr. CP 6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. στερητικῶς = negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.

German (Pape)

[Seite 937] beraubend, – verneinend, im Gegensatz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 privatif;
2 t. de log. négatif.
Étymologie: στερέω.

Russian (Dvoretsky)

στερητικός: лог. отрицающий, отрицательный (sc. πρότασις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στερητικός: -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, ἀρνητικός, ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ κατηγορικός, καταφατικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, αὐτόθι 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στερητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στερώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση
2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός
νεοελλ.
φρ. α) «στερητικό μόριο»
(γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση, στέρηση ή έλλειψη αυτού που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. ά-γαμος, νη-νεμία
β) «στερητική νόσος»
ιατρ. νόσος που οφείλεται στην απουσία ή στην ανεπάρκεια στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την ισορροπία του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη τροφή
γ) «στερητικό φαινόμενο» ή «στερητικό σύνδρομο»
ιατρ. όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται μετά από στέρηση οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά.
επίρρ...
στερητικῶς Α
1. με στέρηση
2. αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα οἷον στερητικῶς λεγόμενα», Γαλ.).