ἕστασαν: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.
|Full diacritics=ἕστασαν
|Medium diacritics=ἕστασαν
|Low diacritics=έστασαν
|Capitals=ΕΣΤΑΣΑΝ
|Transliteration A=héstasan
|Transliteration B=hestasan
|Transliteration C=estasan
|Beta Code=e(/stasan
|Definition=''3 pl. plpf.'' of [[ἵστημι]], [[they stood]], Hom.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. pqp. de</i> [[ἵστημι]].
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. pqp. de</i> [[ἵστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕστᾰσαν:'''<b class="num">I.</b> γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του [[ἵστημι]], στάθηκαν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔστᾰσαν</i>, αντί <i>ἔστησαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἕστᾰσαν:''' эп. 3 л. pl. ppf. к [[ἵστημι]].
|elrutext='''ἕστᾰσαν:''' эп. 3 л. pl. ppf. к [[ἵστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕστᾰσαν:'''<b class="num">I.</b> γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του [[ἵστημι]], στάθηκαν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔστᾰσαν</i>, αντί <i>ἔστησαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστασαν Medium diacritics: ἕστασαν Low diacritics: έστασαν Capitals: ΕΣΤΑΣΑΝ
Transliteration A: héstasan Transliteration B: hestasan Transliteration C: estasan Beta Code: e(/stasan

English (LSJ)

3 pl. plpf. of ἵστημι, they stood, Hom.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἕστᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.

Greek Monotonic

ἕστᾰσαν:I. γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του ἵστημι, στάθηκαν.
II. ἔστᾰσαν, αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.