ἐνδιαίτημα: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(2) |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=endiaitima | |Transliteration C=endiaitima | ||
|Beta Code=e)ndiai/thma | |Beta Code=e)ndiai/thma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[dwelling place]], D.H.1.37, Ph.1.52, al., Plu.2.968b, Phalar.''Ep.''34 (pl.), Agath.3.23; ἐ. δαιμόνων τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.''Marc.''11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[morada]], [[lugar de residencia]] de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.<i>Ep</i>.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.<i>Or</i>.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural</i> Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.<i>Mt</i>.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b<br /><b class="num">•</b>fig. [[morada]], [[sede]] esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.<i>Marc</i>.11, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento</i> Cyr.Al.M.68.993A.<br /><b class="num">2</b> [[régimen]], [[dieta]] συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.333A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] τό, Wohnort, Wohnung, D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – Vergnügungsort, Poll. 1, 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] τό, [[Wohnort]], [[Wohnung]], D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – [[Vergnügungsort]], Poll. 1, 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[lieu où l'on vit]], [[demeure]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδιαιτάομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδιαίτημα:''' ατος τό [[жилище]], [[жилье]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδιαίτημα''': τό, [[μέρος]] πρὸς κατοικίαν, [[οἰκητήριον]], Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β. | |lstext='''ἐνδιαίτημα''': τό, [[μέρος]] πρὸς κατοικίαν, [[οἰκητήριον]], Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἐνδιαίτημα]])<br />[[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής<br /><b>νεοελλ.</b><br />«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους. | |mltxt=το (Α [[ἐνδιαίτημα]])<br />[[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής<br /><b>νεοελλ.</b><br />«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 13 January 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, dwelling place, D.H.1.37, Ph.1.52, al., Plu.2.968b, Phalar.Ep.34 (pl.), Agath.3.23; ἐ. δαιμόνων τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 morada, lugar de residencia de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.Ep.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.Or.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.Mt.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b
•fig. morada, sede esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11, cf. Cyr.Al.Luc.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento Cyr.Al.M.68.993A.
2 régimen, dieta συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.Or.M.85.333A.
German (Pape)
[Seite 833] τό, Wohnort, Wohnung, D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – Vergnügungsort, Poll. 1, 74.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lieu où l'on vit, demeure.
Étymologie: ἐνδιαιτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαίτημα: ατος τό жилище, жилье Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαίτημα: τό, μέρος πρὸς κατοικίαν, οἰκητήριον, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.
Greek Monolingual
το (Α ἐνδιαίτημα)
κατοικία, τόπος διαμονής
νεοελλ.
«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους.