ἐπισυλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episyllamvano
|Transliteration C=episyllamvano
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Beta Code=e)pisullamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐπικυΐσκομαι]], <span class="bibl">Orib.22.7.2</span>, <span class="bibl">Sor.1.23</span>.</span>
|Definition== [[ἐπικυΐσκομαι]], Orib.22.7.2, Sor.1.23.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
|mltxt=[[ἐπισυλλαμβάνω]] (Α)<br />[[συλλαμβάνω]] [[έμβρυο]] ενώ [[είμαι]] ήδη [[έγκυος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυλλαμβάνω:''' Arst. = [[ἐπικυΐσκομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Medium diacritics: ἐπισυλλαμβάνω Low diacritics: επισυλλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: episyllambánō Transliteration B: episyllambanō Transliteration C: episyllamvano Beta Code: e)pisullamba/nw

English (LSJ)

= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.