συνωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synoneomai
|Transliteration C=synoneomai
|Beta Code=sunwne/omai
|Beta Code=sunwne/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">buy together, collect by purchase</b>, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην <span class="bibl">Hdt.1.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">buy up</b>, σῖτον <span class="bibl">Lys.22.6</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span> 5.4.56</span>; μαθήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>224b</span>; θηρία <span class="bibl">Plu.<span class="title">Brut.</span>21</span>:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2106.4</span> (iv A.D.):—the pf <b class="b3">συνεώνημαι</b> is used as Pass., <b class="b3">ὁ συνεωνημένος [σῖτος</b>] corn <b class="b2">bought up</b>, <span class="bibl">Lys.22.12</span>; but with act. sense in <span class="bibl">D.13.30</span>, <span class="bibl">23.208</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">assist</b> one <b class="b2">to buy</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>2.7</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[buy together]], [[collect by purchase]], νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην [[Herodotus|Hdt.]]1.27.<br><span class="bld">II</span> [[buy up]], σῖτον Lys.22.6, X.''HG'' 5.4.56; μαθήματα Pl.''Sph.''224b; θηρία Plu.''Brut.''21:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2106.4 (iv A.D.):—the pf [[συνεώνημαι]] is used as Pass., <b class="b3">ὁ συνεωνημένος [σῖτος]</b> corn [[bought up]], Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208.<br><span class="bld">III</span> [[assist]] one to [[buy]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''2.7.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνωνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]] διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι [[σῶμα]] δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], ἠγορασμένος [[σῖτος]], Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. [[ὠνέομαι]] ἐν τέλ.
|btext=[[συνωνοῦμαι]];<br /><i>f.</i> συνωνήσομαι, <i>pf.</i> συνεώνημαι;<br /><b>1</b> [[acheter ensemble]] <i>ou</i> en masse;<br /><b>2</b> accaparer (du blé).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠνέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ωνέομαι samen kopen, bij elkaar kopen:. νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην de eilanders kopen samen ontelbaar veel paarden Hdt. 1.27.3. opkopen:; τὸν σῖτον het graan Lys. 22.6; overdr.. μαθήματα wetenschap Plat. Sph. 224b. meegaan om te kopen. Thphr. Char. 2.7.
}}
{{pape
|ptext=([[ὠνέομαι]]), <i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[kaufen]], [[dingen]]</i>; ἵππον, <i>in Sold [[nehmen]]</i>, Her. 1.27; μαθήματα, Plat. <i>Soph</i>. 224b; <i>[[aufkaufen]]</i>, [[σῖτον]], Lys. 22.6; γῆν συνεωνημένοι γεωργοῦσι, Dem. 13.30.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> συνωνήσομαι, <i>pf.</i> συνεώνημαι;<br /><b>1</b> acheter ensemble <i>ou</i> en masse;<br /><b>2</b> accaparer (du blé).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠνέομαι]].
|elrutext='''συνωνέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[скупать]], [[закупать]] ([[σῖτον]] Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;<br /><b class="num">2</b> [[повсюду нанимать]]: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνωνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αγοράζω]] μαζί, [[συλλέγω]] προσφέροντας χρήματα· [[συνωνέομαι]] ἵππον, [[μισθώνω]] ένα [[σώμα]] ιππικού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξαγοράζω]], Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. <i>συνεώνημαι</i> είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], [[σιτάρι]] που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.· [[αλλά]] Ενεργ. στον Δημ.
|lsmtext='''συνωνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αγοράζω]] μαζί, [[συλλέγω]] προσφέροντας χρήματα· [[συνωνέομαι]] ἵππον, [[μισθώνω]] ένα [[σώμα]] ιππικού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξαγοράζω]], Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. <i>συνεώνημαι</i> είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], [[σιτάρι]] που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.· [[αλλά]] Ενεργ. στον Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνωνέομαι:''' <b class="num">1)</b> скупать, закупать ([[σῖτον]] Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;<br /><b class="num">2)</b> повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу.
|lstext='''συνωνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]] διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι [[σῶμα]] δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], ἠγορασμένος [[σῖτος]], Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. [[ὠνέομαι]] ἐν τέλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[collect]] by [[offering]] [[money]], ς. ἵππον to [[hire]] a [[body]] of [[cavalry]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to buy up, Lat. coemere, Xen., etc.:—the perf. συνεώνημαι is [[pass]]., ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]] [[corn]] bought up Lys.; but act. in Dem.
}}
}}

Latest revision as of 20:14, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωνέομαι Medium diacritics: συνωνέομαι Low diacritics: συνωνέομαι Capitals: ΣΥΝΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synōnéomai Transliteration B: synōneomai Transliteration C: synoneomai Beta Code: sunwne/omai

English (LSJ)

A buy together, collect by purchase, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην Hdt.1.27.
II buy up, σῖτον Lys.22.6, X.HG 5.4.56; μαθήματα Pl.Sph.224b; θηρία Plu.Brut.21:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι POxy.2106.4 (iv A.D.):—the pf συνεώνημαι is used as Pass., ὁ συνεωνημένος [σῖτος] corn bought up, Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208.
III assist one to buy, Thphr. Char.2.7.

French (Bailly abrégé)

συνωνοῦμαι;
f. συνωνήσομαι, pf. συνεώνημαι;
1 acheter ensemble ou en masse;
2 accaparer (du blé).
Étymologie: σύν, ὠνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ωνέομαι samen kopen, bij elkaar kopen:. νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην de eilanders kopen samen ontelbaar veel paarden Hdt. 1.27.3. opkopen:; τὸν σῖτον het graan Lys. 22.6; overdr.. μαθήματα wetenschap Plat. Sph. 224b. meegaan om te kopen. Thphr. Char. 2.7.

German (Pape)

(ὠνέομαι), mit, zugleich, zusammen kaufen, dingen; ἵππον, in Sold nehmen, Her. 1.27; μαθήματα, Plat. Soph. 224b; aufkaufen, σῖτον, Lys. 22.6; γῆν συνεωνημένοι γεωργοῦσι, Dem. 13.30.

Russian (Dvoretsky)

συνωνέομαι:
1 скупать, закупать (σῖτον Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;
2 повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу.

Greek Monotonic

συνωνέομαι: μέλ. -ήσομαι,
I. αποθ., αγοράζω μαζί, συλλέγω προσφέροντας χρήματα· συνωνέομαι ἵππον, μισθώνω ένα σώμα ιππικού, σε Ηρόδ.
II. εξαγοράζω, Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. συνεώνημαι είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος σῖτος, σιτάρι που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.· αλλά Ενεργ. στον Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., ἀγοράζω ὁμοῦ, συλλέγω διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι σῶμα δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. ἀγοράζω ὁμοῦ, Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος σῖτος, ἠγορασμένος σῖτος, Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. ὠνέομαι ἐν τέλ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
I. Dep. to collect by offering money, ς. ἵππον to hire a body of cavalry, Hdt.
II. to buy up, Lat. coemere, Xen., etc.:—the perf. συνεώνημαι is pass., ὁ συνεωνημένος σῖτος corn bought up Lys.; but act. in Dem.