ὑπέροπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(4b)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoptos
|Transliteration C=yperoptos
|Beta Code=u(pe/roptos
|Beta Code=u(pe/roptos
|Definition=(A), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disdainful</b>, ὀφρύς <span class="title">AP</span>12.186 (Strat.); gloss on [[ὑπέροφρυς]], Hsch.: neut. pl. as Adv., <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>883</span> (lyr.). Regul. Adv. -τως <span class="bibl">Poll.9.147</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">great, excessive</b>, Hsch., cf. Phot., Suid.</span><br /><span class="bld">ὑπέροπτος</span> (B), ον, (<b class="b3">ὀπτάὠ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">over-heated</b>, Gal.19.426.</span>
|Definition=(A), ον,<br><span class="bld">A</span> [[disdainful]], ὀφρύς ''AP''12.186 (Strat.); gloss on [[ὑπέροφρυς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: neuter plural as adverb, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''883 (lyr.). Regul. Adv. [[ὑπερόπτως]] Poll.9.147.<br><span class="bld">II</span> [[great]], [[excessive]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. Phot., Suid.<br /><br />(B), ον, ([[ὀπτάὠ]], [[over-heated]], Gal.19.426.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmütig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[méprisant]], [[fier]], [[dédaigneux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπτος:''' [[презрительный]], [[надменный]] ([[ὀφρύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέροπτος''': -ον, ([[ὑπερόψομαι]]) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια», [[ἴσως]] [[γραπτέον]]: ὑπέροπλον. ΙΙ. [[ὑπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147.
|lstext='''ὑπέροπτος''': -ον, ([[ὑπερόψομαι]]) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια», [[ἴσως]] [[γραπτέον]]: ὑπέροπλον. ΙΙ. [[ὑπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφρονήθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί τους άλλους, [[υπεροπτικός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέροπτον</i> και <i>ὑπέροπτα</i><br />με υπεροπτικό τρόπο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπέροπτον<br />μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερόπτως</i> Α<br />με υπεροπτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (Ι) «[[ορατός]]»].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (ΙΙ) «[[ψητός]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφρονήθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί τους άλλους, [[υπεροπτικός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέροπτον</i> και <i>ὑπέροπτα</i><br />με υπεροπτικό τρόπο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπέροπτον<br />μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερόπτως</i> Α<br />με υπεροπτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (Ι) «[[ορατός]]»].<br /><b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (ΙΙ) «[[ψητός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπτος:''' -ον ([[ὑπερόψομαι]]), [[υπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπέροπτος:''' -ον ([[ὑπερόψομαι]]), [[υπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπέροπτος:''' презрительный, надменный ([[ὀφρύς]] Anth.).
|mdlsjtxt=[[ὑπέροπτος]], ον, [[ὑπερόψομαι]]<br />[[disdainful]], Anth.; neut. pl. as adv., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπτος Medium diacritics: ὑπέροπτος Low diacritics: υπέροπτος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hypéroptos Transliteration B: hyperoptos Transliteration C: yperoptos Beta Code: u(pe/roptos

English (LSJ)

(A), ον,
A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neuter plural as adverb, S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. ὑπερόπτως Poll.9.147.
II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.

(B), ον, (ὀπτάὠ, over-heated, Gal.19.426.

German (Pape)

[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmütig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέροπτος: презрительный, надменный (ὀφρύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].
(II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].

Greek Monotonic

ὑπέροπτος: -ον (ὑπερόψομαι), υπεροπτικός, καταφρονητικός, σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπέροπτος, ον, ὑπερόψομαι
disdainful, Anth.; neut. pl. as adv., Soph.