ζευγηλάτης: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(nl) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zevgilatis | |Transliteration C=zevgilatis | ||
|Beta Code=zeughla/ths | |Beta Code=zeughla/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[the driver of a yoke of oxen]], [[teamster]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''616, X.''An.''6.1.8, ''PFay.''112.6 (i A.D.), ''Dialex.''7.2: pl., [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.24:—a fem. [[ζευγηλατρίς]], ίδος, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''878. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου (ὁ) :<br />conducteur d'une attelage de chevaux <i>ou</i> de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[ζεῦγος]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζευγηλάτης -ου, ὁ [[[ζεῦγος]], [[ἐλαύνω]]] voerman van een span. Xen. An. 6.1.9. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ζευγηλάτης:''' ου (ᾰ) ὁ идущий за запряженным плугом, т. е. землепашец, пахарь Soph., Xen. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''ζευγηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί [[ζεύγος]] βοδιών για να οργώσει τη γη, [[ζευγολάτης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ζευγηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί [[ζεύγος]] βοδιών για να οργώσει τη γη, [[ζευγολάτης]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ζευγηλάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν [[ζεῦγος]] βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζευγ-ηλᾰ́της, ου, [[ἐλαύνω]]<br />the [[driver]] of a [[yoke]] of oxen, [[teamster]], Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=[[ὁδηγός]] ζεύγους βοδιῶν). Ἀπό τό [[ζεῦγος]] τοῦ [[ζεύγνυμι]] + [[ἐλαύνω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρημ. [[ἐλαύνω]] καί [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr.616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. ζευγηλατρίς, ίδος, S.Fr.878.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur d'une attelage de chevaux ou de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγηλάτης -ου, ὁ [ζεῦγος, ἐλαύνω] voerman van een span. Xen. An. 6.1.9.
Russian (Dvoretsky)
ζευγηλάτης: ου (ᾰ) ὁ идущий за запряженным плугом, т. е. землепашец, пахарь Soph., Xen.
Greek Monolingual
ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
βλ. ζευγολάτης.
Greek Monotonic
ζευγηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ζεύγος βοδιών για να οργώσει τη γη, ζευγολάτης, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν ζεῦγος βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.
Middle Liddell
ζευγ-ηλᾰ́της, ου, ἐλαύνω
the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁδηγός ζεύγους βοδιῶν). Ἀπό τό ζεῦγος τοῦ ζεύγνυμι + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρημ. ἐλαύνω καί ζεύγνυμι.