περικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(nl)
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periktiones
|Transliteration C=periktiones
|Beta Code=perikti/ones
|Beta Code=perikti/ones
|Definition=[<b class="b3">κτῐ], όνων, οἱ</b>, Ep. dat. <b class="b3">περικτιόνεσσι,</b> (<b class="b3">κτίζω</b>, cf. [[ἀμφικτύονες]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dwellers around, neighbours</b>, <span class="bibl">Il.18.212</span>, <span class="bibl">19.104</span>, <span class="bibl">109</span> ; <b class="b3">π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι</b>, <span class="bibl">Od.2.65</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>103</span>, <span class="bibl">Il.17.220</span>, cf. Orac. ap. <span class="bibl">Hdt. 7.148</span>, <span class="bibl">Simon.10</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>8(7).69</span>.—The sg. is not in use.— Rare in Prose, π. νησιῶται <span class="bibl">Th.3.104</span>, cf. <span class="bibl">Ath.13.591b</span>.</span>
|Definition=[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. <b class="b3">περικτιόνεσσι,</b> ([[κτίζω]], cf. [[ἀμφικτύονες]]) [[dwellers around]], [[neighbours]], Il.18.212, 19.104, 109; <b class="b3">π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι</b>, Od.2.65, Hes.''Fr.''103, Il.17.220, cf. Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]] 7.148, Simon.10, Pi.''N.''11.19, ''I.''8(7).69.—The sg. is not in use.—Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] οἱ, wie [[ἀμφικτίονες]], die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] οἱ, wie [[ἀμφικτίονες]], die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περικτίονες''': όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· ([[κτίζω]], πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ [[περικτίται]], περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· [[ὡσαύτως]], Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.
|btext=ων (οἱ) :<br />[[les habitants d'alentour]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], *κτίω ; cf. [[ἀμφικτίονες]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />les habitants d’alentour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], *κτίω ; cf. [[ἀμφικτίονες]].
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ &#91;[[περί]], [[κτίζω]]] [[zelden in proza]], [[omwonenden]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>περικτῐονες</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
|sltr=<b>περικτῐονες</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνων, οἱ, Α<br />περίοικοι, γείτονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτίονες</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>κτίονες</i>].
|mltxt=-όνων, οἱ, Α<br />περίοικοι, γείτονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτίονες</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), [[πρβλ]]. [[αμφικτίονες]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικτίονες:''' -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. <i>περικτιόνεσσι</i>, ([[κτίζω]]) κάτοικοι που μένουν [[τριγύρω]], γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. [[ἀμφικτίονες]].
|lsmtext='''περικτίονες:''' -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. <i>περικτιόνεσσι</i>, ([[κτίζω]]) κάτοικοι που μένουν [[τριγύρω]], γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. [[ἀμφικτίονες]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.
|lstext='''περικτίονες''': όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· ([[κτίζω]], πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ [[περικτίται]], περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· [[ὡσαύτως]], Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />dwellers [[around]], neighbours, Hom.; cf. [[ἀμφικτίονες]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[circumfinitimi]]'', [[neighboring peoples]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.104.3/ 3.104.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:34, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίονες Medium diacritics: περικτίονες Low diacritics: περικτίονες Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: periktíones Transliteration B: periktiones Transliteration C: periktiones Beta Code: perikti/ones

English (LSJ)

[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες) dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.—Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants d'alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.

English (Autenrieth)

(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.

English (Slater)

περικτῐονες those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)

Greek Monolingual

-όνων, οἱ, Α
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφικτίονες].

Greek Monotonic

περικτίονες: -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.

Middle Liddell

κτίζω
dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.

Lexicon Thucydideum

circumfinitimi, neighboring peoples, 3.104.3.