πλειστήρης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleistiris
|Transliteration C=pleistiris
|Beta Code=pleisth/rhs
|Beta Code=pleisth/rhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">manifold</b>, <b class="b3">ἅπας π. χρόνος</b> all <b class="b2">the whole length of</b> time, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>763</span>.</span>
|Definition=πλειστήρες, [[manifold]], <b class="b3">ἅπας π. χρόνος</b> all [[the whole length of]] time, A.''Eu.''763.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ες, meistfach, sehr vielfach, [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], alle Zeit, Aesch. Eum. 733.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ες, meistfach, sehr vielfach, [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], alle Zeit, Aesch. Eum. 733.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
|btext=ης, ες:<br />[[très considérable]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες :<br />très considérable.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]].
|elrutext='''πλειστήρης:''' многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο αποτελούμενος από [[πολλά]] μέρη, [[πολλαπλός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], ο [[μακρός]] («[[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο αποτελούμενος από [[πολλά]] μέρη, [[πολλαπλός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ [[μεγάλη]] [[διάρκεια]], ο [[μακρός]] («[[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. [[κοπήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλειστήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], [[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], ολόκληρη η [[έκταση]] του χρόνου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλειστήρης:''' -ες (*ἄρω), [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], [[ἅπας]] [[πλειστήρης]] [[χρόνος]], ολόκληρη η [[έκταση]] του χρόνου, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλειστήρης:''' многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
|lstext='''πλειστήρης''': -ες, ([[πλεῖστος]]) πολλαπλοῦς, [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]], [[ὅλος]] ὁ μακρὸς [[χρόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
|mdlsjtxt=πλειστ-[[ήρης]], ες [*ἄρω]<br />[[manifold]], [[ἅπας]] πλ. [[χρόνος]] all the [[whole]] [[length]] of [[time]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστήρης Medium diacritics: πλειστήρης Low diacritics: πλειστήρης Capitals: ΠΛΕΙΣΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pleistḗrēs Transliteration B: pleistērēs Transliteration C: pleistiris Beta Code: pleisth/rhs

English (LSJ)

πλειστήρες, manifold, ἅπας π. χρόνος all the whole length of time, A.Eu.763.

German (Pape)

[Seite 628] ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
très considérable.
Étymologie: πλεῖστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.

Russian (Dvoretsky)

πλειστήρης: многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός
2. (κατ' επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρόςἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κοπήρης)].

Greek Monotonic

πλειστήρης: -ες (*ἄρω), πολυμερής, πολλαπλός, ἅπας πλειστήρης χρόνος, ολόκληρη η έκταση του χρόνου, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστήρης: -ες, (πλεῖστος) πολλαπλοῦς, ἅπας πλ. χρόνος, ὅλος ὁ μακρὸς χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.

Middle Liddell

πλειστ-ήρης, ες [*ἄρω]
manifold, ἅπας πλ. χρόνος all the whole length of time, Aesch.