μακρόχειρ: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(1ba) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrocheir | |Transliteration C=makrocheir | ||
|Beta Code=makro/xeir | |Beta Code=makro/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[long-armed]], name of [[Artaxerxes]] I, Str.15.3.21, Plu.''Art.''1; of athletes, Philostr.''Gym.''31,34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />[[aux longues mains]].<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[χείρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακρόχειρ:''' χειρος adj. [[долгорукий]] (прозвище [[Артаксеркса]] I, сына Ксеркса I) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, [[ὄνομα]] Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... [[μακρόχειρ]] ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1. | |lstext='''μακρόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, [[ὄνομα]] Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... [[μακρόχειρ]] ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του | |lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[long]]-[[armed]], Lat. longimanus, [[name]] of [[Artaxerxes]] I. Strab., Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, long-armed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
aux longues mains.
Étymologie: μακρός, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
μακρόχειρ: χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.
Greek Monotonic
μακρόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
Middle Liddell
long-armed, Lat. longimanus, name of Artaxerxes I. Strab., Plut.