δαήμων: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(1a)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daimon
|Transliteration C=daimon
|Beta Code=dah/mwn
|Beta Code=dah/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, (δαῆναι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing, experienced in</b> a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος <span class="bibl">Il.15.411</span>; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα <span class="bibl">23.671</span>: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων <span class="bibl">Od.8.159</span>, cf. <span class="bibl">Democr.197</span>: c. inf., κοσμῆσαι δ. <b class="b2">knowing best how to .</b>., <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>7.28.2</span>; χρήματα φυλάττειν δ. <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>2.25c</span>: Comp. -έστερος <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.499B.</span>, Procop.<span class="title">Arc.Praef.</span>: Sup.-έστατος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.12</span>, <span class="bibl">Agath.5.6</span>. Adv. Sup. -έστατα <span class="bibl">Id.3.25</span>.</span>
|Definition=δαήμον, gen. ονος, ([[δαῆναι]]) [[knowing]], [[experienced in]] a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to.., Arr.''An.''7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.''Or.''2.25c: Comp. δαημονέστερος Eun.''VS''p.499B., Procop.''Arc.Praef.'': Sup. δαημονέστατος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. δαημονέστατα Id.3.25.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[buen conocedor]], [[experto]], [[entendido en]] c. ἐν y dat. ἐν παλάμῃσι <i>Il</i>.15.411, ἐν πάντεσσ' ἔργοισι <i>Il</i>.23.671, o gen. ἄθλων <i>Od</i>.8.159, δαιτροσυνάων <i>Od</i>.16.253, πολέμοιο Hes.<i>Fr</i>.141.24, μάχης Archil.9.4, τῶν τοιῶνδε Democr.B 197, ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης Colluth.194, cf. Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.13, Q.S.4.303, τῶν τε τοῦ σώματος μορίων ... δαημονέστερος Eun.<i>VS</i> 499, [[ἄμφω]] ἰατρικῆς δαημονεστάτω Agath.5.6.5, cf. 3.25.6<br /><b class="num"></b> tard. c. ac. de rel. πάντα δαήμονες [[ἀνέρες]] [[εἰμέν]] Man.1.14, y gen. τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονες <i>IGLS</i> 1999.9 (Siria VI d.C.)<br /><b class="num">•</b> c. inf. κοσμῆσαι Arr.<i>An</i>.7.28.2, χρήματα φυλάττειν Them.<i>Or</i>.2.25c<br /><b class="num">•</b> abs. de luchadores δαημονέστατοι = <i>los mejor entrenados</i> X.<i>Cyr</i>.1.2.12, [[ἡνίοχος]] Nonn.<i>D</i>.37.184<br /><b class="num"></b> epít. de Hefesto, Q.S.14.50<br /><b class="num">•</b> como explicación del origen de [[δαίμων]] Pl.<i>Cra</i>.398b, Plot.6.7.6<br /><b class="num">•</b> como explicación de lat. <i>[[daemoniarches]]</i> Lact.<i>Inst</i>.2.14.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0513.png Seite 513]] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα [[γενέσθαι]] Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von [[δαίμων]]; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0513.png Seite 513]] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα [[γενέσθαι]] Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε [[στάθμη]] [[δόρυ]] νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von [[δαίμων]]; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.
}}
{{ls
|lstext='''δαήμων''': -ον, γεν.-ονος ([[δαῆναι]]) [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]] ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[δαῆναι]], v. *δάω.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[δαῆναι]], v. *δάω.
}}
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰήμων:''' gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''δαήμων''': -ον, γεν.-ονος ([[δαῆναι]]) [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]] ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαήμων]], -ον (AM)<br />[[έμπειρος]], εξασκημένος σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ. αρχ.) <i>δαη</i>- του αορ. <i>εδάην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[διδάσκω]])].
|mltxt=[[δαήμων]], -ον (AM)<br />[[έμπειρος]], εξασκημένος σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ. αρχ.) <i>δαη</i>- του αορ. <i>εδάην</i> ([[πρβλ]]. [[διδάσκω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰήμων:''' gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*δάω, [[δαῆναι]]<br />[[knowing]], experienced in a [[thing]], ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.
|mdlsjtxt=[*δάω, [[δαῆναι]]<br />[[knowing]], experienced in a [[thing]], ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαήμων Medium diacritics: δαήμων Low diacritics: δαήμων Capitals: ΔΑΗΜΩΝ
Transliteration A: daḗmōn Transliteration B: daēmōn Transliteration C: daimon Beta Code: dah/mwn

English (LSJ)

δαήμον, gen. ονος, (δαῆναι) knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to.., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. δαημονέστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup. δαημονέστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. δαημονέστατα Id.3.25.

Spanish (DGE)

-ον
buen conocedor, experto, entendido en c. ἐν y dat. ἐν παλάμῃσι Il.15.411, ἐν πάντεσσ' ἔργοισι Il.23.671, o gen. ἄθλων Od.8.159, δαιτροσυνάων Od.16.253, πολέμοιο Hes.Fr.141.24, μάχης Archil.9.4, τῶν τοιῶνδε Democr.B 197, ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης Colluth.194, cf. Nonn.Par.Eu.Io.13.13, Q.S.4.303, τῶν τε τοῦ σώματος μορίων ... δαημονέστερος Eun.VS 499, ἄμφω ἰατρικῆς δαημονεστάτω Agath.5.6.5, cf. 3.25.6
tard. c. ac. de rel. πάντα δαήμονες ἀνέρες εἰμέν Man.1.14, y gen. τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονες IGLS 1999.9 (Siria VI d.C.)
c. inf. κοσμῆσαι Arr.An.7.28.2, χρήματα φυλάττειν Them.Or.2.25c
abs. de luchadores δαημονέστατοι = los mejor entrenados X.Cyr.1.2.12, ἡνίοχος Nonn.D.37.184
epít. de Hefesto, Q.S.14.50
como explicación del origen de δαίμων Pl.Cra.398b, Plot.6.7.6
como explicación de lat. daemoniarches Lact.Inst.2.14.6.

German (Pape)

[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.
Étymologie: δαῆναι, v. *δάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.

Russian (Dvoretsky)

δᾰήμων: gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.

English (Autenrieth)

ονος (root δα): skilled in; w. gen., also ἔν τινι.

Greek Monolingual

δαήμων, -ον (AM)
έμπειρος, εξασκημένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αρχ.) δαη- του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].

Greek Monotonic

δαήμων: -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

[*δάω, δαῆναι
knowing, experienced in a thing, ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.