προμετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prometopidios
|Transliteration C=prometopidios
|Beta Code=prometwpi/dios
|Beta Code=prometwpi/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">before</b> or <b class="b2">on the forehead</b>, τρίχες <span class="bibl">Ph.2.479</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.26</span>; π. τοῖχος <b class="b2">in front</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.11.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">προμετωπίδιον, τό,</b> <b class="b2">skin of the forehead</b>, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα <span class="bibl">Hdt.7.70</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">frontpiece, frontlet</b>, esp. for horses, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.8.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>6.4.1</span> (but <b class="b2">chest-piece</b>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>4.1</span>, <span class="bibl">34.8</span>); also <b class="b3">στέφανος χρυσοῦς . . ἔχων π</b>. prob. in <span class="title">IG</span>22.1652.7. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">skull</b> of an ox, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>21.7</span>; <b class="b3">π. βοῶν</b> <span class="title">Chron.Lind.</span>C.<span class="bibl">110</span> (pl.).</span>
|Definition=προμετωπίδιον,<br><span class="bld">A</span> [[before]] or [[on the forehead]], τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.''NA''14.26; π. τοῖχος [[in front]], J.''AJ''15.11.5.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[προμετωπίδιον]], τό, [[skin of the forehead]], προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα [[Herodotus|Hdt.]]7.70.<br><span class="bld">2</span> [[frontpiece]], [[frontlet]], esp. for horses, X.''An.''1.8.7, ''Cyr.''6.4.1 (but [[chest-piece]], Arr.''Tact.''4.1, 34.8); also <b class="b3">στέφανος χρυσοῦς… ἔχων π.</b> prob. in ''IG''22.1652.7.<br><span class="bld">3</span> [[skull]] of an ox, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''21.7; <b class="b3">π. βοῶν</b> ''Chron.Lind.''C.110 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0734.png Seite 734]] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; [[κέντρον]], Ael. H. A. 14, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0734.png Seite 734]] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; [[κέντρον]], Ael. H. A. 14, 26.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προμετωπίδιος''': -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. [[τοῖχος]], [[πρόσθιος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) [[κόσμημα]] τοῦ μετώπου, [[μάλιστα]] ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;<br /><b>2</b> [[sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> placé devant <i>ou</i> sur le front;<br /><i>subst.</i> τὸ προμετωπίδιον :<br /><b>1</b> frontail, armure pour protéger le front d’un cheval de guerre;<br /><b>2</b> sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d’un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μέτωπον]].
|elnltext=προμετωπίδιος -ον &#91;[[πρό]], [[μέτωπον]]] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προμετωπίδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή [[πάνω]] στο [[μέτωπο]] («προμετωπίδιοι [[τρίχες]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμετωπίδιο</i><br />δερμάτινο [[λουρί]] του χαλινού που προσαρμόζεται στο [[μέτωπο]] του ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το πρόσθιο [[τμήμα]] του κρανίου ζώου, [[ιδίως]] βοδιού<br />β) το [[δέρμα]] ή οι [[τρίχες]] του μετώπου, [[ιδίως]] αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κόσμημα]] για το [[μέτωπο]], [[ιδίως]] τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (σχετικά με άνθρωπο) [[διακόσμηση]] στο πρόσθιο [[μέρος]] στέμματος ή στεφανιού («[[στέφανος]] χρυσοῡς... ἔχων προμετωπίδιον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμέτωπος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>προγαστρ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=-α, -ο / [[προμετωπίδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή [[πάνω]] στο [[μέτωπο]] («προμετωπίδιοι [[τρίχες]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμετωπίδιο</i><br />δερμάτινο [[λουρί]] του χαλινού που προσαρμόζεται στο [[μέτωπο]] του ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το πρόσθιο [[τμήμα]] του κρανίου ζώου, [[ιδίως]] βοδιού<br />β) το [[δέρμα]] ή οι [[τρίχες]] του μετώπου, [[ιδίως]] αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κόσμημα]] για το [[μέτωπο]], [[ιδίως]] τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (σχετικά με άνθρωπο) [[διακόσμηση]] στο πρόσθιο [[μέρος]] στέμματος ή στεφανιού («[[στέφανος]] χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμέτωπος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[προγαστρίδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
|lstext='''προμετωπίδιος''': -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. [[τοῖχος]], [[πρόσθιος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) [[κόσμημα]] τοῦ μετώπου, [[μάλιστα]] ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[μετωπίδιος]], η, ον [[μέτωπον]]<br /><b class="num">1.</b> [[before]] or on the [[forehead]]:— προμετωπίδιον, ου, the [[skin]] or [[hair]] of the [[forehead]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[frontlet]] for horses, Xen.
|mdlsjtxt=προ-[[μετωπίδιος]], η, ον [[μέτωπον]]<br /><b class="num">1.</b> [[before]] or on the [[forehead]]:— προμετωπίδιον, ου, the [[skin]] or [[hair]] of the [[forehead]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a [[frontlet]] for horses, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετωπίδιος Medium diacritics: προμετωπίδιος Low diacritics: προμετωπίδιος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: prometōpídios Transliteration B: prometōpidios Transliteration C: prometopidios Beta Code: prometwpi/dios

English (LSJ)

προμετωπίδιον,
A before or on the forehead, τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.NA14.26; π. τοῖχος in front, J.AJ15.11.5.
II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70.
2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς… ἔχων π. prob. in IG22.1652.7.
3 skull of an ox, Thphr. Char.21.7; π. βοῶν Chron.Lind.C.110 (pl.).

German (Pape)

[Seite 734] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. placé devant ou sur le front;
subst. τὸ προμετωπίδιον :
1 frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;
2 sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval.
Étymologie: πρό, μέτωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.

Greek Monolingual

-α, -ο / προμετωπίδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο
δερμάτινο λουρί του χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο του ζώου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο τμήμα του κρανίου ζώου, ιδίως βοδιού
β) το δέρμα ή οι τρίχες του μετώπου, ιδίως αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», Ηρόδ.)
γ) κόσμημα για το μέτωπο, ιδίως τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», Ξεν.)
δ) (σχετικά με άνθρωπο) διακόσμηση στο πρόσθιο μέρος στέμματος ή στεφανιού («στέφανος χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προγαστρίδιος)].

Greek Monotonic

προμετωπίδιος: -α, -ον (μέτωπον),
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά ή στο μπροστινό μέρος· προμετωπίδιον, τό, το δέρμα ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.
2. η προμετωπίδα των αλόγων, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προμετωπίδιος: -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. τοῖχος, πρόσθιος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) κόσμημα τοῦ μετώπου, μάλιστα ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.

Middle Liddell

προ-μετωπίδιος, η, ον μέτωπον
1. before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.
2. a frontlet for horses, Xen.