σανδαράκινος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sandarakinos
|Transliteration C=sandarakinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Beta Code=sandara/kinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of orange colour</b>, <span class="bibl">Hdt.1.98</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.23</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.14</span>:—also σανδᾰρᾰχώδης, ες, Ruf.<span class="title">Fr.</span>67.4, Gal.17(1).834.</span>
|Definition=η, ον, [[of orange colour]], [[Herodotus|Hdt.]]1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also [[σανδαραχώδης]], ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
|btext=ος, ον :<br />[[d'un rouge arsenic]].<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />d’un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σανδαράκης, [[πορτοκαλής]], [[πορτοκαλόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σανδαράκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σανδᾰράκῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί [[απόχρωση]], [[πορτοκαλής]], [[ξανθοκόκκινος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σανδᾰράκῐνος:''' (ρᾰ) оранжево-красный Her.
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': , -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
}}
{{elnl
|elnltext=σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt.
|mdlsjtxt=σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]<br />of [[orange]] [[colour]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκῐνος Medium diacritics: σανδαράκινος Low diacritics: σανδαράκινος Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sandarákinos Transliteration B: sandarakinos Transliteration C: sandarakinos Beta Code: sandara/kinos

English (LSJ)

η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.

German (Pape)

[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].

Greek Monotonic

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.

Middle Liddell

σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]
of orange colour, Hdt.