μακρόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makrokolos
|Transliteration C=makrokolos
|Beta Code=makro/kwlos
|Beta Code=makro/kwlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">long-limbed</b>, <span class="bibl">Gp. 19.2.1</span>; applied to a sling, <span class="bibl">Str.3.5.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of authors, <b class="b2">using sentences with long clauses</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1409b30</span>.</span>
|Definition=μακρόκωλον,<br><span class="bld">A</span> [[long-limbed]], Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1.<br><span class="bld">2</span> of authors, [[using sentences with long clauses]], Arist.''Rh.''1409b30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d'une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[langen]] Gliedern</i>, bes. von einem Satze, Arist. <i>rhet</i>. 3.9; von einer [[Schleuder]], Strab. 3.5.1.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόκωλος:''' рит.<br /><b class="num">1</b> [[состоящий из длинных членов]] (ἡ [[περίοδος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> ирон. [[пишущий длинными периодами]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, [[μέλη]], Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ [[μακρόκωλος]], [[εἶδος]] σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· [[ὡσαύτως]], οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, [[αὐτόθι]].· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ [[περίοδος]], Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
|lstext='''μακρόκωλος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, [[μέλη]], Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ [[μακρόκωλος]], [[εἶδος]] σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· [[ὡσαύτως]], οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, [[αὐτόθι]].· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ [[περίοδος]], Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux membres longs <i>en parl. d’une période oratoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κῶλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>κωλος</i>, <i>μονό</i>-<i>κωλος</i>)].
|mltxt=[[μακρόκωλος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] πόδια, [[μακροσκελής]] («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες<br /><b>2.</b> (για φράσεις, προτάσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μακρόκωλοι</i><br />αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[σκέλος]]» ([[πρβλ]]. [[ισόκωλος]], [[μονόκωλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μακρόκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[μακρά]] σκέλη· ἡ [[μακρόκωλος]], είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φράσεις, [[μακροπερίοδος]] [[λόγος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόκωλος:''' рит.<br /><b class="num">1)</b> состоящий из длинных членов (ἡ [[περίοδος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ирон. пишущий длинными периодами Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist.
|mdlsjtxt=μακρό-κωλος, ον [[κῶλον]]<br /><b class="num">1.</b> [[long]]-limbed: ἡ μ. a [[kind]] of [[sling]], Strab.<br /><b class="num">2.</b> of sentences, with [[long]] clauses, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκωλος Medium diacritics: μακρόκωλος Low diacritics: μακρόκωλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: makrókōlos Transliteration B: makrokōlos Transliteration C: makrokolos Beta Code: makro/kwlos

English (LSJ)

μακρόκωλον,
A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1.
2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres longs en parl. d'une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.

German (Pape)

mit langen Gliedern, bes. von einem Satze, Arist. rhet. 3.9; von einer Schleuder, Strab. 3.5.1.

Russian (Dvoretsky)

μακρόκωλος: рит.
1 состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2 ирон. пишущий длинными периодами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.

Greek Monolingual

μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισόκωλος, μονόκωλος)].

Greek Monotonic

μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.

Middle Liddell

μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.