νοσηρός: Difference between revisions

(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nosiros
|Transliteration C=nosiros
|Beta Code=noshro/s
|Beta Code=noshro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">diseased</b>, <b class="b3">ὀστέον νοσηρότερον</b> (v.l. νοσηλ-) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>50</span>; <b class="b2">unhealthy</b>, χωρία <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.16</span>; <b class="b2">unwholesome</b>, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Oct.</span>12</span>. Adv. Comp. <b class="b3">-ότερον</b> v.l. for νοσηλ- (q.v.).</span>
|Definition=ά, όν, [[diseased]], <b class="b3">ὀστέον νοσηρότερον</b> ([[varia lectio|v.l.]] νοσηλότερον) Hp.''Art.''50; [[unhealthy]], χωρία [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.16; [[unwholesome]], ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.''Oct.''12. Adv. Comp. <b class="b3">νοσηρότερον</b> [[varia lectio|v.l.]] for [[νοσηλός|νοσηλότερον]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[qui rend malade]], [[malsain]], [[insalubre]].<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[krank]] [[machend]]</i>, bes. von [[Gegenden]], <i>[[ungesund]]</i>; Xen. <i>Cyr</i>. 1.6.16; Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηρός:''' [[вредный для здоровья]], [[нездоровый]] (τὰ χωρία Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσηρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[νοσερός]], [[νοσώδης]], ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
|lstext='''νοσηρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[νοσερός]], [[νοσώδης]], ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui rend malade, malsain, insalubre.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νοσηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], αυτός που προξενεί [[ασθένεια]] («νοσηρὸν [[ὕδωρ]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να αρρωσταίνει, [[ασθενικός]], [[φιλάσθενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιβλαβής]] ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, [[αρρωστημένος]] (α. «νοσηρή [[κατάσταση]]» β. «νοσηρή [[φαντασία]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσηρώς</i> και -<i>ά</i> (Α νοσηρῶς)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''νοσηρός:''' -ά, -όν, όπως το [[νοσερός]], [[αρρωστημένος]], [[βλαβερός]] για την [[υγεία]], λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσηρός:''' вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοσηρός]], ή, όν like [[νοσερός]]<br />[[diseased]], [[unhealthy]], Xen.
|mdlsjtxt=[[νοσηρός]], ή, όν like [[νοσερός]]<br />[[diseased]], [[unhealthy]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

English (LSJ)

ά, όν, diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλότερον) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. νοσηρότερον v.l. for νοσηλότερον (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.

German (Pape)

krank machend, bes. von Gegenden, ungesund; Xen. Cyr. 1.6.16; Plut.

Russian (Dvoretsky)

νοσηρός: вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οδυνηρός)].

Greek Monotonic

νοσηρός: -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.

Middle Liddell

νοσηρός, ή, όν like νοσερός
diseased, unhealthy, Xen.