ξεναγέτης: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(1ba) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenagetis | |Transliteration C=ksenagetis | ||
|Beta Code=cenage/ths | |Beta Code=cenage/ths | ||
|Definition= | |Definition=ξεναγέτου, ὁ, [[one who takes charge of guests]], <b class="b3">Δελφοὶ ξ.</b> the [[hospitable]] Delphians, Pi.''N.''7.43. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενᾱγέτης:''' дор. [[ξεναγέτας|ξενᾱγέτᾱς]], α adj. m гостеприимный ([[Δελφοί]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενᾱγέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη [[φροντίδα]] των καλεσμένων, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ξενᾱγέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη [[φροντίδα]] των καλεσμένων, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ,<br />one who takes [[charge]] of guests, Pind. | |mdlsjtxt=ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ,<br />one who takes [[charge]] of guests, Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ξεναγέτου, ὁ, one who takes charge of guests, Δελφοὶ ξ. the hospitable Delphians, Pi.N.7.43.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾱγέτης: дор. ξενᾱγέτᾱς, α adj. m гостеприимный (Δελφοί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ ὁδηγῶν καὶ περιποιούμενος τοὺς ξένους ἢ φίλους, ξ. Δελφοί, οἱ φιλόξενοι Δελφοί, Πινδ. Ν. 7. 63.
Greek Monolingual
ο (Α ξεναγέτης)
νεοελλ.
άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός
αρχ.
πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. του ἡγέτης (πρβλ. νυμφ. -αγέτης)].
Greek Monotonic
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα των καλεσμένων, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ξεν-ᾱγέτης, ου, ὁ,
one who takes charge of guests, Pind.