ὀλιγαῦλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligaylaks
|Transliteration C=oligaylaks
|Beta Code=o)ligau=lac
|Beta Code=o)ligau=lac
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having but little arable land</b>, AP6.226 (Leon., <b class="b3">ὀλιγόλαυξ</b> cod.Pal. ; <b class="b3">ὀλιγῶλαξ</b> (Dor.) Brunck).</span>
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ, having but [[little]] [[arable]] [[land]], AP6.226 (Leon., [[ὀλιγόλαυξ]] cod.Pal.; [[ὀλιγῶλαξ]] (Dor.) Brunck).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ακος, = [[ὀλιγῶλαξ]], Suid.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />[[qui n'a que peu de terre arable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]].
|lstext='''ὀλῐγαῦλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον [[ὀλιγῶλαξ]].
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a que peu de terre arable.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[αὖλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αύλαξ</i>)].
|mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] ([[πρβλ]]. [[πολυαύλαξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:02, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαῦλαξ Medium diacritics: ὀλιγαῦλαξ Low diacritics: ολιγαύλαξ Capitals: ΟΛΙΓΑΥΛΑΞ
Transliteration A: oligaûlax Transliteration B: oligaulax Transliteration C: oligaylaks Beta Code: o)ligau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal.; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).

German (Pape)

[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
qui n'a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.

Greek Monolingual

ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυαύλαξ)].

Greek Monotonic

ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀλῐγ-αῦλαξ, ακος,
having little arable land, Anth.