σειραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (elru replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=seiraios
|Transliteration C=seiraios
|Beta Code=seirai=os
|Beta Code=seirai=os
|Definition=α, ον, (σειρά) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined by a cord</b> or <b class="b2">band</b>, <b class="b3">ἵππος σ</b>.,= <b class="b3">σειραφόρος</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>722</span>; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ . . . ῥυτῆρσι συνεχόμενος <span class="bibl">D.H.7.73</span>; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (sc. <b class="b3">ἵππου</b>) cj. for <b class="b3">σειρίου</b> in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>779.8</span>; <b class="b3">σ. ἱμάς</b> the <b class="b2">attaching</b> trace of the horse, <span class="bibl">Poll.1.148</span>; cf. [[ὑποσειραῖος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">of cord, twisted</b>, βρόχοι <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1009</span>; μήρινθος <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>241</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[σειρά]])<br><span class="bld">A</span> [[joined by a cord]] or [[joined by a band]], <b class="b3">ἵππος σειραῖος</b> = [[σειραφόρος]], S.''El.''722; δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι [[συνεχόμενος]] D.H.7.73; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (''[[sc.]]'' [[ἵππου]]) cj. for [[σειρίου]] in E.''Fr.''779.8; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]] = the [[attaching]] [[trace]] of the [[horse]], Poll.1.148; cf. [[ὑποσειραῖος]].<br><span class="bld">2</span> [[of cord]], [[twisted]], βρόχοι E.''HF''1009; μήρινθος Orph.''A.''241.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] am Seile; gew. [[ἵππος]] σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ [[δεξιός]]; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]], der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη [[μήρινθος]], Orph. Arg. 241.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] am Seile; gew. [[ἵππος]] σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ [[δεξιός]]; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]], der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη [[μήρινθος]], Orph. Arg. 241.
}}
{{ls
|lstext='''σειραῖος''': -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, [[ἵππος]] σ. = [[σειραφόρος]], Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. [[τρίτος]] παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. [[ἱμάς]], δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· [[μήρινθος]] Ὀρφ. Ἀργ. 241.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
}}
{{elnl
|elnltext=σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.
}}
{{elru
|elrutext='''σειραῖος:''' <b class="num">1)</b> пристяжной или подручный ([[ἵππος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная или подручная лошадь Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαῖος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σειραῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> пристяжной или подручный ([[ἵππος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).<br /><b class="num">II</b> (sc. [[ἵππος]]) пристяжная или подручная лошадь Eur.
|lstext='''σειραῖος''': -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, [[ἵππος]] σ. = [[σειραφόρος]], Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. [[τρίτος]] παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. [[ἱμάς]], δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· [[μήρινθος]] Ὀρφ. Ἀργ. 241.
}}
{{elnl
|elnltext=σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σειραῖος]], η, ον [[σειρά]]<br /><b class="num">1.</b> joined by a [[cord]] or [[band]], [[ἵππος]] ς. = [[σειραφόρος]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> of [[cord]], [[twisted]], βρόχοι Eur.
|mdlsjtxt=[[σειραῖος]], η, ον [[σειρά]]<br /><b class="num">1.</b> joined by a [[cord]] or [[band]], [[ἵππος]] ς. = [[σειραφόρος]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> of [[cord]], [[twisted]], βρόχοι Eur.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραῖος Medium diacritics: σειραῖος Low diacritics: σειραίος Capitals: ΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: seiraîos Transliteration B: seiraios Transliteration C: seiraios Beta Code: seirai=os

English (LSJ)

α, ον, (σειρά)
A joined by a cord or joined by a band, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σειραῖος ἱμάς = the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος.
2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.

German (Pape)

[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.

Russian (Dvoretsky)

σειραῖος: 1) пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2) сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].

Greek Monotonic

σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.

Middle Liddell

σειραῖος, η, ον σειρά
1. joined by a cord or band, ἵππος ς. = σειραφόρος, Soph.
2. of cord, twisted, βρόχοι Eur.