μονοκλινής: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ές<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μονοκλινής]]<br /><b>γεωλ.</b> απλή [[πτυχή]] σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία [[είναι]] σχετικά οριζόντια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονοκλινές [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monocline</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές
1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινής
γεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια
2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)- + -κλινής < κλίνω)].