ωδικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ᾠδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ᾠδή]]<br />ο [[επιδέξιος]], ο [[ικανός]] στο να τραγουδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωδική]]<br />α) η [[τέχνη]] του τραγουδιού<br />β) το [[μάθημα]] της φωνητικής μουσικής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ᾠδικός]]<br />ο [[μουσικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωδικώς</i> /<i>ᾠδικῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο ωδικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[ᾠδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ᾠδή]]<br />ο [[επιδέξιος]], ο [[ικανός]] στο να τραγουδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωδική]]<br />α) η [[τέχνη]] του τραγουδιού<br />β) το [[μάθημα]] της φωνητικής μουσικής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ᾠδικός]]<br />ο [[μουσικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωδικώς</i> /<i>ᾠδικῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο ωδικό.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ᾠδή
ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική
α) η τέχνη του τραγουδιού
β) το μάθημα της φωνητικής μουσικής
2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ᾠδικός
ο μουσικός.
επίρρ...
ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο ωδικό.