διάβα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και το<br /><b>1.</b> [[διάβαση]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος [[ρηματικός]] [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[διάβα]] <span style="color: red;"><</span> [[διάβα]], προστακτική του [[διαβαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> το [[έβγα]], το [[έμπα]])].
|mltxt=η και το<br /><b>1.</b> [[διάβαση]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος [[ρηματικός]] [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[διάβα]] <span style="color: red;"><</span> [[διάβα]], προστακτική του [[διαβαίνω]] ([[πρβλ]]. το [[έβγα]], το [[έμπα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η και το
1. διάβαση
2. πέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].