λυσιμάχειος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysimacheios
|Transliteration C=lysimacheios
|Beta Code=lusima/xeios
|Beta Code=lusima/xeios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of Lysimachus</b>, χρυσοῦς <span class="title">IG</span>11(2).287 <span class="title">B</span> 46 (Delos, iii B. C.), written -εος. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. λῡσῐ-μάχειος, ὁ, <b class="b2">loosestrife, Lysimachia vulgaris</b>, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also <b class="b3">λυσιμάχειον, τό</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.3</span>. (Freq. written -ιον in codd.)</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> of [[Lysimachus]], χρυσοῦς ''IG''11(2).287 ''B'' 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[λυσιμάχειος]], ὁ, [[loose-strife]], [[Lysimachia vulgaris]], Dsc.4.3, Gal. 12.64; also [[λυσιμάχειον]], τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written [[λυσιμάχιον]] in codd.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιμάχειος]], και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) [[Λυσίμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[λυσιμάχειος]], <i>τὸ λυσιμάχειον</i><br />[[είδος]] βοτάνου.
|mltxt=[[λυσιμάχειος]], και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) [[Λυσίμαχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[λυσιμάχειος]], <i>τὸ λυσιμάχειον</i><br />[[είδος]] βοτάνου.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμάχειος Medium diacritics: λυσιμάχειος Low diacritics: λυσιμάχειος Capitals: ΛΥΣΙΜΑΧΕΙΟΣ
Transliteration A: lysimácheios Transliteration B: lysimacheios Transliteration C: lysimacheios Beta Code: lusima/xeios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,
A of Lysimachus, χρυσοῦς IG11(2).287 B 46 (Delos, iii B. C.), written -εος.
II Subst. λυσιμάχειος, ὁ, loose-strife, Lysimachia vulgaris, Dsc.4.3, Gal. 12.64; also λυσιμάχειον, τό, Paul.Aeg.7.3. (Freq. written λυσιμάχιον in codd.)

Greek Monolingual

λυσιμάχειος, και λυσιμάχεος -α, -ον (Α) Λυσίμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυσίμαχο
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ λυσιμάχειος, τὸ λυσιμάχειον
είδος βοτάνου.