τριοττίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(2b)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triottis
|Transliteration C=triottis
|Beta Code=triotti/s
|Beta Code=triotti/s
|Definition=ίδος, ἡ, necklace with <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three</b> pendants like <b class="b2">eyes</b> (cf. [[τρίγληνος]]), Hdn.Gr.<span class="bibl">1.104</span>, <span class="bibl">Eust.976.36</span>; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and <span class="bibl"><span class="title">EM</span>766.33</span>; and τριοπίς or τρίοπις by <span class="bibl">Poll.5.98</span>, Sch.BT <span class="bibl">Il.14.183</span>, Hsch.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, necklace with [[three]] pendants like [[eyes]] (cf. [[τρίγληνος]]), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. [[τριόττιον]], τό, ibid.:—a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and ''EM''766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]] ή Μ<br />περιτραχήλι ή [[σκουλαρίκι]] με [[τρεις]] οπές ή με [[τρεις]] πολύτιμους λίθους σε [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσσε]], <i>τώ</i> «τα δυο μάτια» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ψηφίς]]). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -<i>ττ</i>- [[αντί]] τών -<i>σσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλήσσω]]: [[πλήττω]])].
|mltxt=-ίδος ή Μ<br />περιτραχήλι ή [[σκουλαρίκι]] με [[τρεις]] οπές ή με [[τρεις]] πολύτιμους λίθους σε [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσσε]], <i>τώ</i> «τα δυο μάτια» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[ψηφίς]]). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -<i>ττ</i>- [[αντί]] τών -<i>σσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλήσσω]]: [[πλήττω]])].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τριοττίς''': {triottís}<br />'''See also''': s. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,933
|ftr='''τριοττίς''': {triottís}<br />'''See also''': s. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,933
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei [[daran]] hangenden [[Bommeln]], Vetera Lexica</i> Vgl. [[τρίγληνος]]. Es scheint [[ursprünglich]] ein Wort mit [[τριοπίς]] zu sein; es wird auch die Form τριόττης [[angeführt]]. Man vgl. das äol. ὄττε, [[ὄττις]], für [[ὄσσε]], [[ὄψις]].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, necklace with three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:—a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei daran hangenden Bommeln, Vetera Lexica Vgl. τρίγληνος. Es scheint ursprünglich ein Wort mit τριοπίς zu sein; es wird auch die Form τριόττης angeführt. Man vgl. das äol. ὄττε, ὄττις, für ὄσσε, ὄψις.