ἐψιμυθισμένως: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epsimythismenos | |Transliteration C=epsimythismenos | ||
|Beta Code=e)yimuqisme/nws | |Beta Code=e)yimuqisme/nws | ||
|Definition=Adv. pf. part. Pass., ([[ψιμυθίζω]]) | |Definition=Adv. pf. part. Pass., ([[ψιμυθίζω]]) [[with paint]], [[with makeup]] or [[with cosmetics]], Sch.Ar.''Pl.''1064. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], | |lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐψιμυθισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ψιμύθιο]], φκιασιδωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εψιμυθισμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ψιμυθίζομαι]]]. | |mltxt=[[ἐψιμυθισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ψιμύθιο]], φκιασιδωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εψιμυθισμένος]], μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ψιμυθίζομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω) with paint, with makeup or with cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.
Greek Monolingual
ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].