κονδυλώδης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kondylodis
|Transliteration C=kondylodis
|Beta Code=kondulw/dhs
|Beta Code=kondulw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[knobby]], Id.<span class="title">Mochl.</span>1, Dsc.1.107, Gal.2.755.</span>
|Definition=κονδυλῶδες, [[knobby]], Id.''Mochl.''1, Dsc.1.107, Gal.2.755.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig.
|elnltext=κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] [[knobbelig]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

English (LSJ)

κονδυλῶδες, knobby, Id.Mochl.1, Dsc.1.107, Gal.2.755.

German (Pape)

[Seite 1480] ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.

Greek Monolingual

-ες (Α κονδυλώδης, -ώδες) κόνδυλος
αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος
νεοελλ.
1. (για φυτά) κονδυλόρριζος
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδυλώδης -ες [κόνδυλος] knobbelig.